Υπάρχει μια σκηνή στο «Είσαι το ταίρι μου», τη σειρά του Μega, που στις αρχές της νέας χιλιετίας έκανε την ελληνική τηλεόραση να φτουράει κάπως, όπου η Στέλλα και ο Σωτήρης, τα παρ’ ολίγον κουνιαδάκια της ιστορίας, ενώ παραθερίζουν στην Ανδρο, υποχρεώνονται ένα βράδυ, ο μεν απρόθυμα, η δε όχι και τόσο, να βγουν παρέα σε κάποιο μπαράκι του νησιού. Εκείνος, ένας γόης σε οικογενειακή αγγαρεία, προτιμά να περάσει τη βραδιά πίνοντας σκυθρωπός. Εκείνη, αν και τσιμπημένη μαζί του, ξεπερνάει πανεύκολα και θαρραλέα τις όποιες αναστολές για την εξωτερική εμφάνισή της κι αποφασίζει να διασκεδάσει όπως γουστάρει. Χορεύει ξέφρενα και άγαρμπα, στους ρυθμούς ενός σαχλού καρναβαλίστικου σουξέ, ενώ παραδίπλα δυο παλικαράδες περιγελούν την αψηφησιά της. Συνεχίζουν μέχρι που ο Σωτήρης ενεργοποιεί την ιπποτική του ανατροφή και ζητά να μάθει τι ζόρι τραβάνε. Οι πρώτες μπουνιές δεν αργούν να πέσουν και σύντομα στον καβγά μπαίνει και η Στέλλα. Ναι, είναι ερωτευμένη με τον λιγομίλητο ομορφονιό που συνήθως την σνομπάρει, σπεύδει όμως σε βοήθεια, γιατί τώρα έχει προκύψει και ένα ζήτημα συμπαράστασης ή τιμής. Και σε κάτι τέτοια, γυναίκες σαν αυτήν δεν φοβούνται βέβαια μήπως παρεξηγηθούν.

Σύμφωνα με την ίδια τη Βίκυ Σταυροπούλου, η φιλία χωρίς περιστροφές, η αισιοδοξία απέναντι στα ζόρια και αυτό που ονομάζει «αντίδραση του Καλού» είναι κάτι σαν τα περιουσιακά της στοιχεία και στην πραγματική της ζωή. Λίγες συνεντεύξεις της ξεχνούν την αφοσιωμένη παρέα με την οποία είναι μαζί από «μηδενική ηλικία», σαν εναλλακτική οικογένεια. Η συμβατική οικογένειά της ίσως δεν διέφερε πολύ: τέταρτο παιδί δύο μεταναστών στη Νότια Αφρική, η Σταυροπούλου γεννήθηκε στο Γιοχάνεσμπουργκ, από όπου, βρέφος ακόμα, ήρθε στο Περιστέρι και μεγάλωσε σε ένα σπίτι «πάντα ανοιχτό, με κόσμο». Εγινε μητέρα στα 23 της, χώρισε και τελικά, έπειτα από την παρότρυνση και την προετοιμασία του επιστήθιου σήμερα φίλου της Χρήστου Χατζηπαναγιώτη μπήκε στη Δραματική Σχολή του Σύγχρονου Θεάτρου του Γιώργου Κιμούλη. Πάτησε στο σανίδι το 1999, υποδυόμενη την «Κριστίν» από τη «Δεσποινίδα Τζούλια», στο θέατρο Ιλίσια. Το 2001, ο σεναριογράφος Θοδωρής Πετρόπουλος, ο «καλός της μάγος», την άγγιξε με το ίδιο ραβδί που έγραψε το «Είσαι το ταίρι μου». Την επομένη της πρεμιέρας κάμποσοι δημοσιογράφοι ήθελαν να μιλήσουν με αυτό το ακομπλεξάριστο, πληθωρικό κορίτσι. Και η Σταυροπούλου θα άκουγε ευχαριστίες τηλεθεατριών που με τη βοήθειά της αγάπησαν το σώμα τους, για αρκετά χρόνια.

Αν τώρα, η πληθωρικότητα, ο χαρακτήρας έξω καρδιά, η αισιοδοξία, το μπρίο και τόσες ακόμα δηλωμένες, οπωσδήποτε θετικές πτυχές της Σταυροπούλου εμφανίζονται τακτικά και σε αρκετούς ρόλους της, αυτό είναι μάλλον κάτι σχετικό με εκείνο το κομμάτι του θεάματος και της διασκέδασης που αντιμετωπίζει τη λαϊκή ζήτηση ως ισότιμο συνομιλητή της πολιτιστικής προσφοράς. Ούτε καινούργια ούτε αποκλειστικά ελληνική είναι η εμπορική πλευρά του θεάτρου, του κινηματογράφου και της τηλεόρασης και παρ’ όλο που παλιότερες «ντερμπεντέρισσες» της εγχώριας σόουμπιζ, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, επέτρεπαν αρκετές αδιόρατες σκιές στην καλλιτεχνική περσόνα τους, το βιογραφικό της Βίκυς Σταυροπούλου δεν περιλαμβάνει μόνο τα εξωστρεφή και πετυχημένα «Επτά θανάσιμες πεθερές», «Κόκκινο Δωμάτιο» ή «Κάτω παρτάλι», αλλά και το «Γιούγκερμαν», το «Οξυγόνο» ή το «Bank Bang». Εκτός από τα «Σ’αγαπώ, σε λατρεύω, χωρίζουμε», «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» ή «Μια τρελή, τρελή σαραντάρα», υπάρχει και ο «Νοέμβριος» ή το «Για όνομα», όπου η Σταυροπούλου υποδυόταν μια καταπιεσμένη γυναίκα που, προσπαθώντας να κρατήσει τις ισορροπίες γύρω της, τελικά ξεσπάει. Τα τηλεπαιχνίδια, το «Taxi Girl» παλιότερα και το «Money Drop» φέτος, τα έχει λαμπρύνει με την παρουσία της, χωρίς προς τιμήν της να αρνηθεί και τον βιοποριστικό τους χαρακτήρα. Εξίσου ασυνήθιστα για τον χώρο της, η ηθοποιός φυσικά και περηφανεύεται για τη λαϊκή της καταγωγή και την επιλογή της να κατοικοεδρεύει –όχι χωρίς να δραπετεύει ενίοτε στις πλαγιές της Μεσσηνίας –στο Περιστέρι.

Αυτή την περίοδο πρωταγωνιστεί στη μουσική παράσταση του Πέτρου Ζούλια «Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα», στο θέατρο Αλίκη. Είναι μια παραγωγή που αφηγείται τη ζωή του λαϊκού συνθέτη χωρίς καθόλου να τσιγκουνεύεται τα τραγούδια, τις ζωντανές ορχήστρες, τους πολυμελείς θιάσους ηθοποιών και χορευτών ή ακόμα και τα βίντεο και τις κινηματογραφικές προβολές. Στο πλάι του Τάσου Χαλκιά, της Χριστίνας Τσάφου, της Ελένης Καρακάση ή του Λευτέρη Ελευθερίου, η Βίκυ Σταυροπούλου υποδύεται την Αργυρώ, τη γυναίκα του Γιώργου Ζαμπέτα με την ισχυρή καθώς λέμε προσωπικότητα, ρόλος που για άλλη μια φορά τής δίνει την ευκαιρία να κλείσει το μάτι λιγότερο ή περισσότερο διακριτικά στις παλιές πρωταγωνίστριες της σκηνής και της οθόνης. Η διαχυτικότητα, η εξωστρέφεια, η πληθωρικότητα, τέλος πάντων, δεν λείπουν. Ισως πάντως και να μη γινόταν αλλιώς, είτε μιλάμε για την άτυπη ομάδα με την οποία συνεργάζεται συχνά τα τελευταία χρόνια –του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη και του Θοδωρή Πετρόπουλου συμπεριλαμβανομένων –είτε μιλάμε για την ίδια. «Ο τρόπος που διαχειριζόμαστε την τύχη μας», έλεγε η Σταυροπούλου σε παλιότερη συνέντευξή της, «οι επιλογές που κάνουμε και η ψυχραιμία που δείχνουμε είναι κάτι που εξαρτάται από τον χαρακτήρα του καθένα. Με βοήθησε ο χαρακτήρας στην πορεία μου αν αναλογιστούμε ότι χαρακτήρας ετυμολογικά σημαίνει, χαράσσω τον δρόμο με τις επιλογές που κάνω».