Με την τραγουδίστρια Μπέμπα Μπλανς, αν και στο περιθώριο της καλλιτεχνικής ζωής, παρά το γεγονός ότι για πολλούς θιασώτες του λαϊκού τραγουδιού «έγραψε» σε βαθμό που να μονοπωλεί τις αναμνήσεις τους από τη νύχτα του κεφιού, της διασκέδασης και της «ασωτίας», φεύγει και μια εποχή ασυγκρίτως πιο αθώα σε σχέση με τη δική μας. Τέλος πάντων φεύγει μια εποχή όπου τα πράγματα ήταν ή έμοιαζαν πιο ξεκαθαρισμένα και η Μπέμπα Μπλανς (κατά κόσμον Αγγελική Κωνσταντοπούλου), τραγουδίστρια των λαϊκών μαγαζιών, των αναψυκτηρίων αλλά και πρώτο «αστέρι» στην περιφέρεια τόσο την παραλιακή («Στου Βόλου τις ακρογιαλιές / σε μαγεμένα βράδια / κοντά σου πρωτογνώρισα / του έρωτα τα χάδια») όσο και την ηπειρωτική, έμοιαζε σαν ταμένη σε κάτι που η επιλογή ακόμη και του ονόματός της έδειχνε να την εκφράζει απόλυτα. Μια αύρα όμως αριστοκρατική που την τύλιγε καθώς και η μελαγχολία των υπέροχων ματιών της δεν θα σε άφηναν ποτέ να τη χαρακτηρίσεις ως «σκυλού» και είναι απορίας άξιον πώς οι περιστασιακές της συνεργασίες με συνθέτες όπως ο Γιώργος Μητσάκης, ο Γιάννης Σπανός, ο Γιάννης Καραμπεσίνης και η μονιμότερή της συνεργασία με τον Γιώργο Ζαμπέτα, αλλά και με τον Γιώργο Οικονομίδη στο θρυλικό Γκριν Παρκ της οδού Μαυρομματαίων δεν έδωσαν στην καριέρα της μια ώθηση ποιητικότερη ή ποιοτικότερη ώστε η δισκογραφία της να έχει γίνει πλουσιότερη και ευρύτερα γνωστή.

Τι νόημα έχει όμως να τα γράφει κανείς όλα αυτά για τον οποιοδήποτε καλλιτέχνη, από τον πιο ταπεινό ώς τον πιο σπουδαίο, όταν τίποτα πια δεν πρόκειται να αλλάξει και όταν ο ίδιος μέσα στα μύχια της καρδιάς του γνώριζε την αλήθεια, όπως η Μπέμπα Μπλανς που μας είχε εξομολογηθεί πριν από τουλάχιστον 20 χρόνια πως «μπορεί να μην έκανα τίποτα σπουδαίο στη ζωή μου, αλλά το τραγούδι μου «Το καράβι» («Γιατί για μένανε καράβι δεν έχει πια να ταξιδέψω») του Γιώργου Ζαμπέτα πιστεύω πως θα μείνει». Είχαμε σκεφτεί τότε, ακούγοντάς της να το λέει –παρακαλούμε να μη θεωρηθεί ιεροσυλία -, πως η αγωνία του κάθε δημιουργού, σε όποια βαθμίδα κι αν τοποθετείται στη σκάλα της δημιουργίας, είναι κάτι να υπάρξει μετά τον θάνατό του. Οπως ακριβώς ίσχυε για τον Νίκο Γκάτσο, έστω κι αν ο ίδιος δεν θα το έλεγε ποτέ, σε σχέση με την «Αμοργό» του, με τον Κώστα Ταχτσή, που το διατυμπάνιζε με κάθε ευκαιρία όσον αφορά το «Τρίτο στεφάνι» του, ή με τον Κώστα Καρυωτάκη όταν το ευχόταν με τον στίχο του «Κύριε κάνε ένας στίχος μόνο να απομείνει», ώστε αν γινόταν να ακούσουν την Μπέμπα Μπλανς δεν θα είχανε καμιά αντίρρηση να την περιλάβουν με συμπάθεια στη συντροφιά τους.

Οπως βαθιά συμπάθεια και εκτίμηση εξέφρασε και η Ζωζώ Σαπουντζάκη, όταν μας έλεγε αργά μέσα στη χθεσινή νύχτα για την Μπέμπα Μπλανς: «Είχαμε δουλέψει μαζί, πρέπει να ήτανε το ’61 ή το ’62, σε ένα μαγαζί, στην Πεταλούδα, στην οδό Λευκωσίας, με διευθυντή ορχήστρας τον Γιώργο Μουζάκη. Ημασταν η Μπέμπα, η Μάρθα Καραγιάννη, η Ελένη Προκοπίου μαζί με τον Βαγγέλη Σειληνό, η Ντόρα Κωστίδου και εγώ. Πέντε όμορφες κοπέλες, το μαγαζί ήταν κάθε βράδυ πήχτρα σε υποψήφιους γαμπρούς. Η Μπέμπα ήταν εξαιρετική τραγουδίστρια, αν την πρόσεχες όταν τραγουδούσε θα αναγνώριζες ότι καμιά άλλη δεν είχε τη δική της φωνή. Δεν ήξερε όμως να πλασάρει τον εαυτό της, αδικήθηκε λόγω του χαρακτήρα της. Δεν πρόσεξε την ιδιωτική της ζωή, τα κακιώματά της τα τελευταία χρόνια με τους πλαστικούς, όπως τα εξέθετε η ίδια, πιστεύω πως της έκαναν κακό. Κλαίμε έναν άνθρωπο που ταλαιπωρήθηκε ενώ δεν της άξιζε, όπως δεν αξίζει άλλωστε σε κανέναν».

Εχουν όμως έτσι τα πράγματα; Φαίνεται πως υπάρχουν πάντα δυο αλήθειες για τον κάθε άνθρωπο, η αλήθεια που πιστεύουν οι άλλοι γι’ αυτόν και η αλήθεια όπως τη βιώνει ο ίδιος για τον εαυτό του. Υπάρχουν δυο «μικρά» περιστατικά σε σχέση με την Μπέμπα Μπλανς –δεν αποκλείεται να είναι απειράριθμα –που τα σημειώνουμε ως ενδεικτικά μιας προσωπικότητας αμφισβητούμενης ακόμα και στον χώρο της, ωστόσο προσωπικότητας. Ηταν τον Φεβρουάριο του 2007, σε μια παρουσίαση βιβλίων στο θέατρο Δημήτρης Χορν και είχαμε σκεφτεί με τον Σταμάτη Φασουλή να καθήσει η Μπέμπα Μπλανς στην πρώτη σειρά, ανάμεσα στην Κική Δημουλά και στον Γιώργο Μπαμπινιώτη. Γιατί; Απλούστατα, pour épater le bourgeois. Οταν μια ώρα πριν από την εκδήλωση χτύπησε το τηλέφωνο και η Μπέμπα Μπλανς ζήτησε συγγνώμη, ότι δεν μπορεί να παραβρεθεί γιατί ήταν η μέρα που πέθανε ο Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, «ξέρετε υπήρξε πολύ γνωστός μου, δεν τολμώ να πω φίλος μου, τον έβλεπα συχνά, δεν το θεωρώ σωστό να υπάρξω μέσα σε κόσμο». Το ακόμα σημαντικότερο, όπως το μάθαμε αργότερα, ήταν ότι έστειλε κι αγόρασε και τα τρία βιβλία που παρουσιάζονταν –σημαντικό όχι βέβαια για τα βιβλία, αλλά για τη δική της ποιότητα ως ανθρώπου.

Ποιότητα που πιστοποιήθηκε για μια ακόμα φορά όταν πήρε μέρος, ως κομπάρσος σχεδόν, στην παράσταση του έργου του Δημήτρη Δημητριάδη «Πεθαίνω σαν χώρα» που έκανε ο Μιχαήλ Μαρμαρινός στο Φεστιβάλ Αθηνών. Ετρεφε μια απώτερη βλέψη να υπάρξει με έναν άλλο τρόπο μέσα στον καλλιτεχνικό χώρο; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Ισως να μην της δόθηκε η ευκαιρία κι ένας συνθέτης όπως ο Σταύρος Ξαρχάκος (έκανε κάτι σχετικό με την Καίτη Ντάλη) ή ο Διονύσης Σαββόπουλος να συνεργαστούν μαζί της, ώστε μέσα σε μια τελευταία λάμψη να ανακεφαλαιώσει όλη την προηγούμενη καριέρα της σαν να ήταν μια προετοιμασία για μια θριαμβευτική έξοδο.