Η Θεσσαλονίκη πλησιάζει σε πληθυσμό το 1,5 εκατομμύριο. Οποιος ζει στην Καλαμαριά δεν έχει καμιά επαφή με το τι γίνεται στους Αμπελόκηπους, κι όποιος ζει στην Κάτω Τούμπα δεν ξέρει τι συμβαίνει καν στην Ανω Τούμπα –πολλώ δε μάλλον στο Πανόραμα. Οι Χαριλιώτες αγνοούν πλήρως το τι τρέχει στον Εύοσμο και οι της Νέας Ευκαρπίας δεν ξέρουν ίσως ούτε κατά πού πέφτει το Τριάδι. Τώρα πώς όλοι αυτοί οι Θεσσαλονικείς, όπως λέγεται επίμονα, έχουν συλλογική ευθύνη για τρεις-τέσσερις νεαρούς αλαφροκάνταρους που χτύπησαν τον κ. Μπουτάρη είναι δύσκολο να το κατανοήσει ένας άνθρωπος που δεν διαθέτει τη συνδυαστική ευφυΐα των συνωμοσιολόγων.

Προφανώς όλη η πόλη ή μέγα μέρος της μαζεύεται και συνωμοτεί κρυφά σε μια υπόγεια κι απέραντη αλάνα για το ποιον θα βαρέσει τις επόμενες μέρες, εξού και προκύπτει συλλήβδην η ευθύνη για όλους. Ισως έχουμε φτάσει στην άμεση δημοκρατία και δεν το ξέρουμε, ίσως είμαστε υπόδειγμα αυτοδιαχείρισης που ξεπερνάει κάθε επαγγελία του Κορνήλιου Καστοριάδη συν το γιουγκοσλάβικο μοντέλο του Τίτο.

Η συλλογική ευθύνη είναι μια σαλταδόρικη λογική που εφαρμόστηκε από τους Ναζί στην κωμόπολη Λίμπιτσε της Τσεχίας μετά την εκτέλεση του Χάιντριχ τον Μάιο του 1942: οι Γερμανοί εξόντωσαν σχεδόν όλο τον πληθυσμό ως δυνάμει συνένοχο και ισοπέδωσαν την πόλη. Τα ανάλογα έκαναν και οι σταλινικοί που αφάνιζαν ολόκληρες μειονότητες μεταξύ των οποίων και 15.000 Πόντιους. Συλλήβδην διότι Πόντιος σήμαινε, αίφνης, «προδότης του λαού». Τώρα σημαίνει «εχθρός του κορέκτ», διότι θυμάται την γενοκτονία απ’ τους Τούρκους που δεν υπήρξε παρά ως ένας ακόμα συνωστισμός. (Κατά Φίλη και όχι μόνον).

Η Θεσσαλονίκη του ’60 ήταν εξακόσιες χιλιάδες άτομα και τώρα έχει υπερδιπλασιαστεί –εγώ που είμαι οριτζινάλε Θεσσαλονικεύς και ζω μια ζωή εδώ, αγνοώ, πλέον, τα εννιά δέκατα του πληθυσμού. Και δεν ξέρω πότε όλοι οι υπόλοιποι μαζεύονται και συνωμοτούν για να χτυπήσουν: να εκδιώξουν κάποιοι αριστεροί τον κοτζάμ πρόεδρο της Δημοκρατίας Κάρολο Παπούλια το 2011 απ’ την παρέλαση, κάποιοι επίσης αριστεροί να δείρουν τον Νίκο Μαραντζίδη τον Ιούλιο του 2014 και φέτος ορισμένοι, πιθανώς Πόντιοι, ή ακροδεξιοί να χτυπήσουν τον Γιάννη Μπουτάρη. Πώς μου διαφεύγει μια τόσο πολυπληθής συνωμοσία την οποία εξυφαίνουν εν παραβύστω και εκ της κοπρίας ανυψώνουν εκατοντάδες χιλιάδες συμπολιτών –πρέπει να τηρούν πολύ αυστηρούς συνωμοτικούς κανόνες για να μην τους έχω πάρει ακόμα είδηση. Ισως να κάνουνε και μυστικιστικές γιορτές υπέρ του Γκοτζαμάνη, ανθρωποθυσίες και άλλα μυσαρά μυστήρια σε κάποιες υπόγειες, βυζαντινές τοποθεσίες, πιθανώς στις κατακόμβες του ναού του Αγίου Δημητρίου, για να μην τους υποψιαζόμαστε.

Κάποιος πρέπει πειστικά να μας αποδείξει πού βρίσκονται κρυμμένες οι φωλιές όπου επωάζεται ο ποικίλος, ομαδικός φασισμός (και άλλες εκδοχές της πολιτικής βίας) στην πόλη, και με ποιους αυστηρούς, δημοκρατικούς συλλογισμούς αποδεικνύεται η συλλογική ευθύνη. Και πώς γίνεται, παρ’ όλα αυτά, τα ακροδεξιά ποσοστά της Θεσσαλονίκης να είναι τα ανάλογα, λίγο πολύ, στις εκλογές, με όλες τις πόλεις της χώρας. Ακατανόητο. Κι εντέλει αν είμαστε εμείς που ψηφίσαμε τον Μπουτάρη ή κάποια άλλη πόλη.

Ισως εδώ, εν Θεσσαλονίκη, ο πολυειδής φασισμός να μεταλλάσσεται ψηφίζοντας και άλλα κόμματα για να τα αλώσει εκ των ένδον κάποια στιγμή, ίσως και να διαβρώνει, με ύπουλο τρόπο, ιδεολογικά διάφορους δανείζοντάς τους τη λογική της ομαδικής ευθύνης του Λίμπιτσε, των μενσεβίκων ή της Ουκρανίας του 1932-33. Και πώς γίνεται όλες αυτές οι εκατοντάδες χιλιάδες των βαθέως Θεσσαλονικέων να παραμένουν ανεξέλικτοι, τραβηγμένα χειρόφρενα, καρφωμένοι στην εποχή του Γκοτζαμάνη, όταν ακόμα και ο ΣΥΡΙΖΑ εξελίσσεται ραγδαίως σε σοσιαλδημοκρατικό κόμμα τύπου Σουηδικής Αραβίας; Περίεργο. Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να εξελίσσεται μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ ενθάδε και όλος ο υπόλοιπος πληθυσμός της πόλης να καβαλάει ακόμα τρίκυκλα του ’60 και να κάνει νυχτερινές σούζες για προπόνηση μέχρι το επόμενο φασιστικό χτύπημα.

Ολα μπορούν να συμβούν στις μέρες μας που η τερατολογία, το συνοικιακό κορέκτ και οι αυθαίρετες συνδέσεις των εποχών (μεγάλε, αυτή είναι διαλεκτική) βγάζουν αλλόφρονα συμπεράσματα και βρίσκουν σκελετούς μέσα στον Λευκό Πύργο, οι οποίοι βγαίνουν κάθε νύχτα τρίζοντας και στρατολογούν νεκραναστημένους αλφαμίτες αλλά και ζωντανούς προς δόξαν του Εμμανουηλίδη, παρότι αυτόν μάλλον τον αγνοεί πλήρως το 90% της σύγχρονης πόλης και της χώρας των σκυφτών στα smarts και στα tablets. Και για ποια «πόλη φαντασμάτων» του ’63 μιλούν εκείνοι που θέλουν ακόμα να πάρουν εκδίκηση για τον Eμφύλιο, έχουν στα υπουργικά γραφεία τους φωσφοριζέ φωτογραφίες του Βελουχιώτη και πέφτουν σε γλυκασμό βλέποντας αναδρομικά λενινιστικά οράματα;

Ανέλιξη της Ιστορίας δεν υπάρχει. Μόνο πεθαμένα λικέρ, αυθαίρετες συνδέσεις, γεωπολιτική εν τάφω, κλωνοποιημένοι τραμπούκοι και ιπτάμενα, διαχρονικά τρίκυκλα. Οι νεαροί που βλακωδώς χτύπησαν τον Μπουτάρη είναι πιθανό να ξέρουν τι συνέβη με τον Λαμπράκη, ή το αγνοούν παντελώς; Θα πεις, οι αριστεροί που έδειραν τον Μαραντζίδη για τα βιβλία του μήπως ξέρανε τις «Θέσεις για τον Φόιερμπαχ»; Οχι, άλλες θέσεις τους ενδιέφεραν –στο Δημόσιο, πάντα.

(Και για το Μαξίμου: ο Γρηγόρης Λαμπράκης δεν ήταν βουλευτής της ΕΔΑ αλλά ανεξάρτητος, συνεργαζόμενος με την ΕΔΑ. Να ψάχνουν πριν εκδώσουν ανακοινώσεις –εκτός αν βγάλουν με το στανιό μέλος του κόμματος και τον κυρ Γιάννη).

Αρα, θέλει προσοχή. Διότι, αν η βία είναι δήθεν η μαμή της Ιστορίας, δεν ξέρουμε πάντα ποιος ή ποια είναι η γυναικολόγος. Και αν αυτός ή αυτή υπάρχουν. Συνήθως ξεπέφτουμε σε κλισέ και σε κάποιον ανορθολογικό, εξωτικό λαϊκισμό, οπότε μπορεί κανείς να λέει ό,τι θέλει, να μοιράζει συλλογικές ευθύνες, να στιγματίζει με άλματα λογικής ολόκληρες πόλεις, αφού έτσι περνούμε όλοι καλά και είμαστε κορέκτ, μασίφ πρωτοπόροι και αγέρωχοι εντός της pittoresque αρχαιολογίας του παρόντος.