Από ποια πλευρά του τραπεζιού θα ήθελε να βρίσκεται η Εφη Αχτσιόγλου; Από την άβολη της υπουργού που δεν μπορεί να κάνει τίποτε για να σταματήσει τις φωνές ή από τη βολική των εισβολέων που δεν προτίθενται να κάνoυν τίποτε για να σταματήσει να φωνάζει; Η απάντηση θα μπορούσε να είναι αυτονόητη. Από την πλευρά που καθόταν υπέγραψε το «τέλος των απεργιών». Από την άλλη όμως θα χτυπούσε το χέρι πάνω στο τραπέζι σαν το οργισμένο μέλος του ΠΑΜΕ. Και θα φώναζε ότι «για τις απεργίες χύθηκε αίμα».

Αν δεν είναι αυτονόητη η απάντηση είναι επειδή συγκρούεται με κάτι προφανές: ότι η Αχτσιόγλου βρέθηκε από τη μία πλευρά του τραπεζιού επειδή κάποτε ήταν από την άλλη. Από αυτήν την άποψη, η σκηνή που έζησε στο υπουργικό της γραφείο δεν ήταν παρά η δραματοποιημένη εκδοχή της πορείας όλων των συριζαίων. Του γεγονότος ότι η μελετημένη τους οργή, οι συνδικαλιστικές τους φωνές και τα κομματικά τους ουρλιαχτά, αμπαλαρισμένα από ένα καθόλου αυτονόητο για άλλες ευρωπαϊκές χώρες «αντιμνημόνιο», τους οδήγησαν στην εξουσία.

Λιγότερο αυτονόητη, πάλι, ήταν η αντίδραση της Αχτσιόγλου. Σε σχέση με την αμυντική στάση τής αναπληρώτριας Θεανώς Φωτίου που αποτυπώθηκε στα σταυρωμένα χέρια της στο στήθος, η στάση της υπουργού ήταν μάλλον μια στάση σθένους. Τόσο ψύχραιμη για να τη συγκρατήσει από έναν αντιαισθητικό για τον θεσμικό της ρόλο καβγά όσο και αποφασιστική για να πει «όχι, δεν το παίρνω πίσω». Σε αυτή τη φράση μπορεί να διακρίνει κανείς την προσήλωση της υπουργού σε έναν υψηλό στόχο, σε ένα ιδανικό. Εστω κι αν αυτός τώρα πια είναι οι μνημονιακές της υποχρεώσεις…