Στο βιβλίο του «Περί του πολέμου και της τρομοκρατίας», ο αμερικανός φιλόσοφος Μάικλ Γουόλτσερ αναφέρει τρεις τρόπους με τους οποίους λειτουργεί η ρητορική της δικαιολόγησης της τρομοκρατίας. Η τρομοκρατία είναι το όπλο της έσχατης ανάγκης. Η τρομοκρατία είναι η δύναμη των αδυνάτων. Οι πραγματικοί τρομοκράτες δεν είναι αυτοί που βάζουν βόμβες, αλλά αυτοί που ασκούν μια δήθεν φιλελεύθερη και δημοκρατική πολιτική.

H νέα γενιά των ελλήνων τρομοκρατών, μαζί με αυτούς που τους υποστηρίζουν ή τους δικαιολογούν, δύσκολα μπορούν να επικαλεστούν το πρώτο «επιχείρημα»: η δημοκρατία λειτουργεί τόσο καλά στη χώρα μας ώστε έφτασε να στείλει στην εξουσία ένα κόμμα του 3%. Εξίσου δύσκολα μπορούν να χαρακτηριστούν οι τρομοκράτες «αδύνατοι», οι περισσότεροι από αυτούς ανήκουν στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις. Μένει ο πιο ιδεολογικός λόγος: η βία δεν είναι παρά ένας τρόπος να αποκαλυφθούν οι «αληθινοί» τρομοκράτες.

Είτε η επωδός αυτή χρησιμοποιείται από φανατισμό είτε από βλακεία, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: ανθρώπινες ζωές χάνονται ή απειλούνται. Και αν οι τρομοκράτες αποτελούν μια μικρή μειονότητα, δεν μπορεί να πει κανείς το ίδιο για τους χρήσιμους ηλιθίους που τους υπηρετούν. Είναι ανατριχιαστικό να σκέφτεται κανείς ότι πρόεδρος της Βουλής ήταν μια πολιτικός που αρνείται να καταδικάσει τη δολοφονική επίθεση κατά του Παπαδήμου επειδή η μόνη βία που αναγνωρίζει είναι εκείνη των Μνημονίων. Ή ότι ειδικός γραμματέας του συνδικαλιστικού οργάνου των δημοσιογράφων είναι ένας άνθρωπος που δηλώνει ότι θα ήθελε να δει να σκάει μια βόμβα στα πόδια του Στουρνάρα.

Ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος –όπως και ο πρώην πρωθυπουργός –έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στη διάσωση της χώρας όταν κινδύνευε να καταρρεύσει. Και εν μέσω της επικίνδυνης αστάθειας που τροφοδοτούν και συντηρούν οι δεξιοί και αριστεροί λαϊκιστές, εξακολουθεί να αποτελεί ένα από τα λίγα σταθερά σημεία αναφοράς. Γι’ αυτό ακριβώς βρίσκεται στο στόχαστρο των τρομοκρατών που, όπως λέει ο Γουόλτσερ, αποτελούν το νέο πρόσωπο της σύγχρονης τυραννίας. Δεν είναι λοιπόν απλώς δικαίωμά του να αμυνθεί. Είναι χρέος του. Οπως είναι επίσης χρέος της πολιτείας να τον προστατεύει και των πολιτών να τον υπερασπίσουν.

Αντί γι’ αυτό, βλέπουμε τον γραμματέα της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ να καλεί τον Στουρνάρα να προετοιμαστεί να λογοδοτήσει στον λαό (!), τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας να κοροϊδεύει την ανεξάρτητη Δικαιοσύνη επειδή κινητοποιήθηκε ύστερα από (μη) μήνυση του Στουρνάρα, το ΔΣ της ΕΣΗΕΑ να βγάζει μια άθλια ανακοίνωση για τις «πολιτικές που τραυματίζουν την κοινωνική συνοχή με διακριτές ευθύνες» και διάφορους φανατικούς ή ανόητους να επιτίθενται με κάθε ευκαιρία στον Στουρνάρα επειδή είναι μνημονιακός, επειδή τα κάνει πλακάκια με τους διεθνείς τοκογλύφους ή επειδή απλώς είναι… τραπεζίτης.

Κάπως πρέπει να αντιδράσουμε σε όλα αυτά, ατομικά και συλλογικά, η παραίτηση μπορεί να μην ισοδυναμεί με ανοχή, και πολύ περισσότερο με δικαιολόγηση, αλλά το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: εξαχρείωση.