«Προτείνω […] να παραχωρήσουμε [στους Ολυμπιονίκες] το βήμα της Βουλής μια μέρα τώρα τον Σεπτέμβρη να μας μιλήσουν όλοι τους διαδοχικά για την προσπάθειά τους. Οχι συναισθηματικούς δεκάρικους και πατριωτικές κορόνες αλλά αλήθειες που θα είναι απαραίτητες στην κοινωνία. Τι είναι αυτό που τους κινητοποίησε; Πώς έκαναν τη σπίθα φλόγα; Τι χρειάζεται για να πρωταγωνιστείς σε παγκόσμιο επίπεδο; Πώς πέφτουν και ξανασηκώνονται;».

Το παραπάνω είναι μέρος δήλωσης-πρότασης του επικεφαλής του Ποταμιού Σταύρου Θεοδωράκη –και δεν θα με απασχολούσε αν δεν ήταν μέρος μιας σειράς λυρικών τοποθετήσεων του συγκεκριμένου αρχηγού, ο οποίος, το τελευταίο διάστημα, εγκλωβισμένος στην πολιτική διαπάλη και με τα ποσοστά του κόμματός του χαμηλά, μοιάζει να υιοθετεί έναν πιο προσωπικό τρόπο προσέγγισης των πραγμάτων, επιχειρώντας ενδεχομένως να εκφράσει τη μεσότητα, την οποία ενδεχομένως πολλοί συνεργάτες του, καθηγητές και τεχνοκράτες με πολύ συγκεκριμένες επεξεργασίες, δεν επιθύμησαν.

Η πρόταση του Σταύρου Θεοδωράκη κάνει ένα λογικό άλμα. Μπερδεύει τους συμβολισμούς με την πραγματικότητα. Οι ολυμπιονίκες προφανώς προσφέρουν συμβολισμούς της νίκης σε μια χώρα, σε ένα συλλογικό υποσυνείδητο όπως το δικό μας. Κατά τα άλλα, είναι το αποτέλεσμα της δουλειάς τους σε ένα πεδίο πέραν της πολιτικής (κι ας τους χρησιμοποιεί, ως διασημότητες, κατά κόρον η πολιτική). Σε προηγούμενες περιόδους έχουμε ακούσει αθλητές να αποδίδουν τη νίκη τους στο ελληνικό DNA ή την «ανωτερότητα της φυλής» –αλλά ακόμα κι εκείνων η νίκη ήταν αποτέλεσμα προσπάθειας, προπόνησης, μεθόδου και ικανοτήτων (εξαιρούνται οι ντοπαρισμένοι). Σε γενικές γραμμές, δηλαδή, η δουλειά του πρωταθλητή είναι να κερδίζει και να κάνει επιδόσεις, δεν είναι να φρονηματίζει πολιτικούς ούτε να φρονηματίζεται απ’ αυτούς.

Η αλήθεια είναι ότι η πρόταση για να πάνε οι ολυμπιονίκες στη Βουλή, και το ιδίωμα της απαίτησης, είναι περισσότερο Θεοδωράκης: λίγο συναίσθημα, λίγος διδακτισμός, λίγος πατερναλισμός. Αλλά είναι λιγότερο Ποτάμι: λιγότερο ευρωπαϊκό Κέντρο, λιγότερη απομυθοποιητική πολιτική κριτική, λιγότερος πραγματισμός.