Πιθανότατα ποτέ άλλοτε η εκλογή ενός προσώπου στην αρχηγία ενός κόμματος δεν είχε δημιουργήσει τόσο πολλές προσδοκίες –και μάλιστα σε ένα ακροατήριο που ξεπερνά την εκλογική πελατεία του ίδιου του κόμματος. Συνέβη με τον Κυριάκο Μητσοτάκη από κάτι που θα μπορούσε να μοιάζει με καπρίτσιο της ιστορίας της Μεταπολίτευσης. Στην πραγματικότητα, ο πήχης ανέβηκε ψηλά από έναν συνδυασμό παραγόντων: την προσεκτική προεκλογική στρατηγική του ίδιου από τη θέση του αουτσάιντερ και κυρίως την επιθυμία εκείνου του τμήματος των πολιτών που δεν βλέπει στην κυβέρνηση Τσίπρα τίποτε περισσότερο από έναν αφόρητο λαϊκισμό να βρεθεί μια αξιόπιστη εναλλακτική.

Από ένα τέτοιο σημείο εκκίνησης η δουλειά του νέου αρχηγού της ΝΔ δεν είναι και πολύ εύκολη. Ο Μητσοτάκης πρέπει να πείσει λίγο ώς πολύ ότι οι προσδοκίες δεν γεννιούνται πάντα για να διαψεύδονται με θόρυβο. Και το ταμπλό στο οποίο θα κριθεί αυτή η εκστρατεία πειθούς είναι διπλό. Θα κριθεί από την επιλογή των στενών του συνεργατών όπου παραδοσιακά και με ελάχιστες εξαιρέσεις οι εγχώριοι πολιτικοί ηγέτες τα κάνουν θάλασσα. Αλλά θα κριθεί και από το είδος της αντιπολίτευσης που θα ασκήσει. Κι αν το στενό του περιβάλλον θα δώσει το μέτρο της αξιοπιστίας του ίδιου και της διάθεσής του να αλλάξει πραγματικά το κόμμα του, το αντιπολιτευτικό του στυλ θα κρίνει τον βαθμό της βουλιμίας του για την εξουσία –από την οποία πάσχει επίσης παραδοσιακά και σε ανάλογα καταστροφικό βαθμό το πολιτικό σύστημα.

Η μεγάλη επιτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι ότι κατάφερε να ενσαρκώσει το «νέο» παρά το γεγονός ότι προέρχεται από μια παλιά πολιτική οικογένεια και σχεδόν όλοι του οι αντίπαλοι –ο Τζιτζικώστας και ο Γεωργιάδης πριν, ο Τσίπρας τώρα –είναι νεότεροι σε ηλικία. Ο πραγματικός άθλος όμως θα είναι να μην περάσει κάτω από τον πήχη. Να κάνει, δηλαδή, ένα άλμα σαν εκείνα τα απίστευτα άλματα που έκανε κάποτε στους στίβους ο Σεργκέι Μπούμπκα.