Tο μακελειό στο Παρίσι ήταν η αφορμή να ανθίσει πάλι το δύσοσμο άνθος της αντίδρασης. Και να αναδυθεί μέχρι και η άποψη ότι οι Αμερικανοί φταίνε που «δίδαξαν» με τις ταινίες τους πώς γίνονται επιθέσεις στην καρδιά ενός κοσμοπολίτικου κέντρου. Συνωμοσιολογίας το ανάγνωσμα αν και, μέσα από την ασυναρτησία της, υπενθυμίζει διαστροφικά τη σχέση μεταξύ τέχνης και ζωής. Γιατί όσο πιο στα βαθιά κολυμπάς, συνειδητοποιείς ότι δεν αντιγράφει η τέχνη τη ζωή αλλά η ζωή την τέχνη. Υπό την έννοια ότι κάποια πράγματα σου φαίνονται «αληθοφανή» μόνο αν τα δεις ενταγμένα σε ένα μυθιστόρημα. Στην πραγματική ζωή μοιάζουν απίστευτα. Το έχει εντοπίσει στην ψυχανάλυση και ο θείος Ζίγκμουντ περιγράφοντας πώς εντάσσουμε το πραγματικό στο φαντασιακό μας ώστε να το οικειοποιηθούμε και να το κατανοήσουμε. Ειδικά τον θάνατο.

Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν και τα γεγονότα της Παρασκευής στο Παρίσι. Και είναι ίσως ένας λόγος, πέρα από τους πρωτεύοντες πολιτικούς, που ενεργοποίησε παγκοσμίως αυτό το «πένθος» όπως καταγράφηκε στα social media και σε άλλες εκδηλώσεις. Το πένθος όμως εδράζεται στην αντίσταση απέναντι στον θάνατο που, κατά κάποιον τρόπο, μας αφορά, μας συνδέει κάτι μαζί του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι αυτό μπορεί να συμβεί και σε εμάς. Γι’ αυτό «πενθούμε» για το Παρίσι και όχι για τη Συρία. Γιατί η περιοχή γύρω από το Bataclan μοιάζει πολύ με την Πλατεία Καρύτση Παρασκευή βράδυ. Ας σιωπήσουν λοιπόν, για να μην το πω χοντρά, οι «ναι αλλά δεν λέτε…». Κατ’ εντολή, εκτός των άλλων, και του θείου Ζίγκμουντ.