«Λάκη» αποκαλούσε ο Αντώνης Κανάκης τον πατέρα του.

«Λάκη» αποκαλούσε ο πατέρας του τον Αντώνη.

(Προσωπικός, ολοδικός τους κώδικας: από τον διαβόητο γκάνγκστερ Λάκι Λουτσιάνο)

Ο Λάκης και ο Λάκης. Ο Γιάννης – Δανιήλ Δουμάς Κανάκης (7/4/1937 – 28/3/2015) και ο γιος του ο Αντώνης. Που διαφυλάξανε το «μαζί» τους ακόμα και μετά τον θάνατο. Ακόμα και μέσα από τους διαύλους μιας «πεπατημένης θλίψης»:

«Θερμά συλλυπητήρια».

«Θα ζει πάντα μέσα σου».

«Ζωή σ’ ελόγου σου».

«Οσο τον θυμάσαι, δεν πεθαίνει».

«Μπλα μπλα μπλα».

«Μπλα».

«Και μπλα».

Διαβάζω το βιβλίο του Αντώνη Κανάκη «Μπαμπά… (μια κανονική ημέρα)». Διαβάζω παράλληλα και σε blogs τα κοράκια που του την πέσανε. Διαβάζω γενικώς: Ενθεν κακείθεν…

Προσπαθώ να καταλάβω τους επικριτές του. Προσπαθώ να εντοπίσω πού ακριβώς ελλοχεύει ο «κανιβαλισμός» που του χρεώνουν. Πού είναι η καπηλεία, πού ελλοχεύει η δεύτερη σκέψη, πού η ύπουλη πρόθεση.

Στις σελίδες του βιβλίου, ψάχνω πού διάολο είναι ο γιος που χοροπηδάει πάνω στο πτώμα του πατέρα του –για να κάνει τι;

Να γίνει… διάσημος; Μα τον ξέραμε κι από χθες.

Να βγάλει λεφτά; Μα τα έσοδα πάνε στο Ορφανοτροφείο Αγιος Στυλιανός.

Να συζητηθεί; Συζητιέται χρόνια τώρα με τους Αμάν και το Ράδιο Αρβύλα.

Δεν σταματάει να με εκπλήσσει η μικροψυχία, η φτήνια, η μιζέρια, ο φθόνος των «συνανθρώπων» μου. Σαν βρεγμένη πατσαβούρα τη ρίξανε στο πρόσωπο του Αντώνη.

Γιατί; Αυτοί ξέρουν. Αυτοί και οι καρδούλες τους σε μέγεθος φουντουκιού.

Τι είστε σεις, ρε; Τι είστε σεις που ζείτε ανάμεσά μας; Τι είστε σεις που ρουφάτε το οξυγόνο μας και μας στραγγαλίζετε; Τι είστε όλοι εσείς –οι βδέλλες που τρέφεστε απ’ το αίμα μας; Πού σας βρήκαμε, ρε γαμώτο, και σας αφήσαμε να κάνετε σουλάτσο στη ζωή μας; Κουμάντο στο γέλιο και στον πόνο μας;

Δεν ξέρω τι διάβασαν αυτά τα τυπάκια. Ξέρω τι διάβασα εγώ: την κραυγή και τον ψίθυρο ενός ανθρώπου που ήταν και είναι περήφανος γι’ αυτόν το σπάνιο άνθρωπο που τον έφερε στον κόσμο.

Κατ’ αρχάς –ο ίδιος το λέει –δεν είναι μυθιστόρημα. Γράφτηκε μέσα σε τέσσερις ημέρες. Λες και πήρε μια βαθιά εισπνοή: κράτησε την ανάσα του –στον βυθό που είχε βουλιάξει –κι ανασύρθηκε στην επιφάνεια. Εκπνοή.

Δεν είναι μυθιστόρημα. Είναι ο μονόλογος του κολλητού σου. Ο μονόλογος του γιου που έχασε τον «μπαμπά» (ποτέ και πουθενά «πατέρας» –πόσο, μα πόσο, το καταλαβαίνω αυτό!). Σαν να σου μιλάει σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο, μετά ή άνευ του κλισέ των αποτσίγαρων. Κι όταν σκάει μύτη η πρώτη αχτίδα στη γρίλια ο μπαμπάς έχει φύγει. Και το παιδί που δεν μεγαλώνει ποτέ τον έχει αποχαιρετήσει: φυτεύοντας ένα δέντρο στην αυλή «τους» και σκορπίζοντας εκεί τις στάχτες του.

Λοιπόν, για να τελειώνουμε. Εγώ μ’ αυτό το βιβλίο ταυτίστηκα. Εγώ μ’ αυτό το βιβλίο έκλαψα. Εγώ μ’ αυτό το βιβλίο ένιωσα πως δεν είμαι μόνη. Γιατί κι εγώ λέω «μπαμπάς» και όχι «πατέρας» –κι ας τον έχω χάσει από τόσο δα παιδάκι. Κι εγώ θυμώνω ακόμα μαζί του που έφυγε. Κι εγώ έχω πει «ας ζούσες, ρε μπαμπά, κι ας ήσουν μακριά μου».

Και μου ξεκλείδωσαν πόρτα αμπαρωμένη τα λόγια σου, Αντώνη:

«Τον Θάνατο δεν τον φοβάμαι πια. Ο,τι και να κάνει ο γαμημένος, πάντα χαμένος θα βγαίνει. Πάντα η αγάπη θα κερδίζει. Αυτήν δεν μπορεί να την σκοτώσει κι αυτό είναι που τον σκοτώνει τελικά. Είναι αιώνιος και φαινομενικά δεν πεθαίνει ποτέ. Ομως, στην πραγματικότητα, αυτός είναι που πεθαίνει συνέχεια. Κάθε που παίρνει Κάποιον, πεθαίνει κι αυτός. Ή, μάλλον, πεθαίνει μόνον αυτός. Γιατί οι τεράστιες ποσότητες αγάπης που παράγει ο θάνατος ενός ανθρώπου μας τον σκοτώνουν.

Ενας αποτυχημένος είναι ο θάνατος. Που προσπαθεί, στους αιώνες των αιώνων, να σκοτώσει έστω κι έναν άνθρωπο και δεν τα έχει καταφέρει ούτε μια φορά έως τώρα. Πάντα η αγάπη τον νικάει. Πάντα τον ακυρώνει. Πάντα του θυμίζει ποιος είναι το αφεντικό. Ενας αποτυχημένος και μισός είναι ο καριόλης ο Θάνατος».

Αντώνη, τα τυπικά δεν ξέρω και δεν θέλω να σου τα πω. Ενα μόνο:

το δέντρο και τα μάτια σου!

Γιάννη – Δανιήλ Δουμά Κανάκη. Χαίρομαι που σας γνώρισα. Ετσι, μέσα απ’ τον γιο σας!