Οταν η παράνοια τα βάζει με ένα τραγούδι, είμαστε με το τραγούδι.

Οταν ο φανατισμός τσακώνεται με έναν στίχο, είμαστε με τον στίχο.

Οταν ο όχλος προπηλακίζει έναν καλλιτέχνη, είμαστε με τον καλλιτέχνη.

Για να το πω με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια: όταν οι στόκοι την πέφτουν στον Πορτοκάλογλου, είμαστε όλοι Πορτοκάλογλου. Τόσο απλό.

Για λόγους αρχής. Αλλά και επί της ουσίας.

Για λόγους αρχής, επειδή η υστερία δεν συγκροτεί μέθοδο κριτικής. Επειδή το θράσος δεν είναι θάρρος. Και επειδή στις ελεύθερες κοινωνίες ο τραμπουκισμός δεν αποτελεί επιχείρημα.

Για λόγους ουσίας, επειδή σε αυτήν τη χώρα διατηρούμε το αυτονόητο δικαίωμα να λέμε, να γράφουμε και να τραγουδάμε ό,τι μας γουστάρει, χωρίς να πέφτει λόγος σε κανέναν και χωρίς να μας την πέφτει κανείς.

Χωρίς να εμπίπτουμε σε οιονδήποτε έλεγχο οιασδήποτε χωροφυλακής πολιτικής ορθότητας και κοινωνικού φρονήματος. Δεξιάς ή αριστερής, μνημονιακής ή αντιμνημονιακής, κυβερνητικής ή αντικυβερνητικής.

Να διευκρινισω επιπροσθέτως για όποιους κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι το δικαίωμα αυτό ούτε καταργείται ούτε εκχωρείται ούτε χαρίζεται. Διότι στη συγκεκριμένη χώρα ζουν (ακόμη και ευτυχώς…) μερικά εκατομμύρια Πορτοκάλογλου και θα είναι μάλλον δύσκολο να τους καταβάλει όποιος το επιχειρήσει.

Είτε είναι προβεβλημένος υπουργός της κυβέρνησης. Είτε ανώνυμος εγκάθετος του Διαδικτύου.

Το σημειώνω διότι τα κρούσματα πληθαίνουν, οι ενδείξεις σοβαρεύουν και η επίθεση που δέχτηκε ένα απλό τραγούδι δεν αποτελεί μεμονωμένο περιστατικό. Είναι μέρος ενός γενικότερου κύματος κοινωνικής επιθετικότητας και πολιτικής δυσανεξίας εναντίον «όποιου δεν μας αρέσει» –όποιος κι αν είναι.

Ούτως Ή άλλως, ζούμε μια περίοδο που κινδυνεύει να αλλοιώσει βασικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας. Που απειλεί να καταργήσει θεμελιώδη στοιχεία της δημοκρατίας μας.

Μια εποχή ταραγμένη. Που έφερε στην επιφάνεια συσσωρευμένες εμπάθειες δεκαετιών, αστείρευτες ποσότητες μνησικακίας, μοχθηρότητας, μισαλλοδοξίας και φανατισμού.

Δυστυχώς έτσι είναι και πρέπει να το παραδεχθούμε. Αλλά ταυτοχρόνως θα είναι τεράστιο λάθος αν το αποδεχθούμε ως μια οριστική και τελεσίδικη κατάσταση. Διότι θα περάσουν.

Και όταν όλα αυτά κι όλοι αυτοί έχουν αποχωρήσει από το γνωστικό και οπτικό μας πεδίο, όταν έχουμε έλθει πάλι στα σύγκαλά μας, όταν η Ελλάδα γίνει ξανά η γλυκιά χώρα που μας μεγάλωσε, τότε για ένα πράγμα θα μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι.

Οτι διασχίσαμε τη δοκιμασία λέγοντας, γράφοντας και τραγουδώντας αυτά που γουστάραμε.

Χωρίς να υποκύψουμε σε καμία χωροφυλακή λέξεων, στίχων και φρονημάτων.

Διότι μην έχετε καμία αμφιβολία ότι «θα περάσει κι αυτό», όπως τραγουδάει ο Πορτοκάλογλου.

Θέλουν – δεν θέλουν, θα περάσει.