Δίνει η Αθήνα τον προεκλογικό τόνο στο Λονδίνο και τη Μαδρίτη; Ετσι φαίνεται. Σε προεκλογική ομιλία του, χθες, ο Ντέιβιντ Κάμερον είπε περίπου ότι στην Ελλάδα παίζεται ένα πολιτικοοικονομικό θρίλερ που κανένας Βρετανός δεν θέλει να ζήσει. Την ίδια ώρα, ο Μαριάνο Ραχόι έλεγε ότι η Ελλάδα είναι ένας «πιθανός εχθρός» για την ανάκαμψη της ισπανικής οικονομίας. Το τάιμινγκ δεν είναι τυχαίο. Ο βρετανός πρωθυπουργός παίζει πόντο πόντο με τους Εργατικούς στις δημοσκοπήσεις, ενώ απομένουν δέκα ημέρες έως τις εκλογές. Ο ισπανός ομόλογός του βλέπει επίσης τις δημοσκοπήσεις να κινούνται σαν το ασανσέρ, ενώ σε έναν μήνα θα περάσει τη δοκιμασία των περιφερειακών εκλογών.

Η πολιτική ρευστότητα όμως δεν είναι ο μοναδικός κρίκος που συνδέει το Λονδίνο με τη Μαδρίτη μέσω Αθηνών. Δεν είναι καν ο βασικός. Τους δύο ηγέτες δεν συνδέει το ενδεχόμενο της ήττας, αλλά η προοπτική μιας εκλογικής επιτυχίας, στην οποία θα έχει παίξει κάποιο ρόλο η αποτυχία της ελληνικής κυβερνώσας Αριστεράς. Στην ουσία, ο Κάμερον κάνει στη Βρετανία ό,τι θα έκανε στη θέση του κάθε συντηρητικός: διεγείρει τα φοβικά αντανακλαστικά των «νοικοκυραίων» υποδεικνύοντας την Ελλάδα ως μια «τρομακτική χώρα». Μιλώντας για πιθανό εχθρό, Ραχόι κινείται στο ίδιο πνεύμα –κι έχει έναν επιπλέον λόγο: στην Ισπανία, ο ΣΥΡΙΖΑ διαθέτει ομόδοξους με εκλογική δυναμική.

Η δεξιά αυτοκρατορία αντεπιτίθεται. Χθες ο Κάμερον είπε ότι «οικονομία είναι να έχουν οι άνθρωποι δουλειές και χρήματα, να ξέρουν πως στο τέλος του μήνα θα πάρουν τον μισθό ή τη σύνταξή τους». Η αναφορά στην κατάσταση του ελληνικού ταμείου είναι έμμεση. Η άμεση θα ήταν να μιλήσει για «κομμουνιστικό κίνδυνο» –κάτι που δεν αποκλείεται να κάνει ο Ραχόι στην προσπάθειά του να διώξει τον μπαμπούλα των Podemos. Κάτω από αυτές τις προϋποθέσεις, το αρχικό ερώτημα διαμορφώνεται ως εξής: υπάρχει κάτι που μπορεί να κάνει η Αθήνα για να επηρεάσει το αποτέλεσμα στη Βρετανία ή την Ισπανία και να αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί στην Ευρώπη; Θεωρητικά την απάντηση θα έδινε ο Γιάνης Βαρουφάκης. Αλλά μάλλον καλείται να τη δώσει ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.