Στην αργκό των σύρων προσφύγων ο Χασάν είναι ένας «δουβλινάτος». Ενας από τους τόσους και τόσους που έχουν επιστραφεί από κάποια βορειοευρωπαϊκή χώρα στην πρώτη χώρα της ΕΕ στην οποία εισήλθαν (επισήμως), βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ. Ο Χασάν βέβαια δεν γνώριζε σχεδόν τίποτε για το Δουβλίνο ΙΙ όταν αποβιβάστηκε στις ακτές της Σικελίας. Ούτε ήξερε ότι για να ξαναβρεί τον μεγάλο του αδελφό, που είναι εγκατεστημένος στη Βιέννη, και να έχει ελπίδες να του αναγνωρίσουν οι αυστριακές Αρχές καθεστώς πρόσφυγα έπρεπε να αποφύγει πάση θυσία να του πάρουν αποτυπώματα οι καραμπινιέροι. Αλλά και να το γνώριζε, λίγα θα μπορούσε να κάνει. Κατα πώς είπε στη «Λιμπερασιόν», δεν του άφησαν, ακριβώς, τη δυνατότητα επιλογής οι ιταλοί αστυνομικοί.

Ο Χασάν είναι ένας 25χρονος Σύρος από το Χαλέπι που εγκατέλειψε την πατρίδα του τον Ιούλιο του 2013 λόγω του πολέμου. Εφθασε στη Σικελία μέσω Σμύρνης, Εβρου, Αθήνας και Κρήτης, κρυμμένος πρώτα σε ένα λεωφορείο, μετά σε μια νταλίκα, μετά σε έναν στάβλο, μετά σε ένα πλοιάριο, μετά στο αμπάρι ενός αιγυπτιακού πλοίου, μετά ξανά στο σαπιοκάραβο, δίνοντας στους διακινητές περισσότερα από 7.500 ευρώ συνολικά, από αυτά που είχε μαζέψει και του είχε δώσει η οικογένειά του. Τα όσα έζησε στη διάρκεια του ταξιδιού αυτού τα συνόψισε ο ίδιος σε μία φράση: «Διέφυγα από έναν πόλεμο αλλά δεν είδα παρά δράματα». Και μία δεύτερη: «Ηταν μια ταινία φρίκης».

Ο Χασάν κατάφερε να φθάσει στη Βιέννη, δεν κατάφερε να βρει τον αδελφό του, ούτε είχε ποτέ ελπίδα να βρει εκεί πολιτικό άσυλο. Επειτα από έναν σύντομο εγκλεισμό σε ένα κέντρο υποδοχής προσφύγων στο Ινσμπρουκ οι αυστριακές Αρχές τον έσυραν σε ένα αεροπλάνο και τον επέστρεψαν στην Ιταλία, με τους καραμπινιέρους από τη μία να τον ρωτούν αν θέλει να ζητήσει άσυλο και από την άλλη να τον προειδοποιούν ότι δεν υπάρχουν εκεί ούτε δουλειές ούτε χρήματα και στέγη. Και τώρα ο Χασάν ζει μόνος στη Βενετία, εν μέσω γενικής αδιαφορίας, ή και δυσφορίας, χωρίς να πολυξέρει τι τον περιμένει, μαθαίνοντας ιταλικά και κάνοντας μερικές φορές το παιδί για όλες τις δουλειές σε μια πιτσαρία. Εχει εγκαταλείψει τις ελπίδες να βρει τον αδελφό του στη Βιέννη και ούτε ελπίζει να επιστρέψει μια μέρα στην πατρίδα του. «Στη Συρία», λέει, «δεν ξέρεις πότε θα πεθάνεις. Στην Ευρώπη πεθαίνεις λίγο λίγο ή τρελαίνεσαι».