Δεν είναι «προς ώρας» αλλά τα καλοκαίρια ο πατέρας μου με έπαιρνε στα ταξίδια του στο Αγιον Ορος.

Θυμάμαι φτάσαμε ένα πρωί τ’ Αυγούστου μείναμε αρόδο στο Βατοπαίδι ήτανε; στην Καρακάλλου; δεν με βοηθάει η μνήμη μου.

Πάντως σε μια Ιερά Μονή λίγο πριν την τράπεζα.

Οι μοναχοί γνώριζαν τον πατέρα μου από μικρό παιδί που έκανε το ίδιο ναύλο, «ελάτε να φάμε καπετάνιο», είχανε νηστεία, ερχότανε Δεκαπενταύγουστος και το λάδι στο Περιβόλι της Παναγίας τέτοιες μέρες όχι να το φας, ούτε να το πεις.

Καθόμαστε στη μεγάλη τράπεζα άρχισε ο παπάς να διαβάζει, μπροστά μας τα πιάτα, τι να δω; Πάνω στη φασολάδα το λάδι τρία δάχτυλα.

«Μπαμπά;», του λέω, «ποια νηστεία; εδώ τα φασόλια κολυμπάνε στη λαδιά».

Ο πατέρας μου, σκύβει και μου λέει σιγά στ’ αφτί. Γιατί την ώρα του φαγητού δεν μιλάει κανείς, μόνο ένας καλόγερος σ’ ένα βάθρο διαβάζει κάτι σαν ευαγγέλιο και πάλι δεν το λες, ούτε σαν απ’ την Αγία Γραφή, κάτι πάντως ιερό.

– «Δεν έχει λάδι το φαΐ παιδί μου, απλώς βάλανε στο καζάνι και καμιά οκά ελιές, η ελιά στη νηστεία επιτρέπεται, κι ήρθε με το βράσιμο και ξέρασε η ελιά το λάδι, και ψυχοπιαστήκαμε κι εμείς οι θαλασσοπνιγμένοι».

Είχε κάτι μελτέμια τον Αύγουστο εκεί πάνω, μας έπαιρνε και μας σήκωνε.

«Καλά», του λέω, «το επιτρέπει αυτό η θρησκεία; δεν είναι αμαρτία;».

«Τι θες παιδάκι μου; να φας τα φασόλια ανάλαδα να σε γυρίσω στη μάνα σου ένα πετσί και κόκαλο, να ‘χω άλλα;

στο κάτω κάτω δεν σ’ αρέσει;».

«Πολύ».

«Ε, σκάσε και τρώγε».

Εσκασα κι εγώ. Εφαγα στυλώθηκα.

Τα θυμήθηκα όλα αυτά βλέποντας το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης (δεν λέω το «Βαρουφάκης» γιατί κάνω αντίσταση σ’ όλη αυτή τη Βαρουφολογία που έχει κατακλύσει τον πλανήτη), βλέποντάς τους λοιπόν, να προσπαθούνε να βρούνε έναν τρόπο που, και Μνημόνιο να έχουμε, και Μνημόνιο να μη λένε.

Και παράταση να ζητάνε και παράταση να μην ακούγεται. Ετσι κατασκευάσανε ένα πράμα, μια ασυναρτησία, ένα παζλ λέξεων που στ’ αγγλικά μεν θα λέγεται «Master financial agreement facility», κατ’ άλλους «Financial assistance of facilities», διαλέγετε και παίρνετε.

Στα δε ελληνικά, τα δύσμοιρα, θα αποκαλείται «Σύμβασις χρηματοδοτικής διευκόλυνσης».

Πήγα να το πω στη Μαριέττα και να το στηλιτεύσω αναλόγως, αλλά με πήρε απ’ τα μούτρα.

«Τι θες παιδάκι μου και μου ειρωνεύεσαι; Προτιμάς να βάλει μπουρλότο ο ΑΝΕΛυθρίαστος ο Καμμένος να μας κάνει Κούγκι παινεμένο; Δεν θες αγόρι μου να φας; Θες. Λοιπόν, σκάσε και τρώγε».

Τι να κάνω κι εγώ.

Θα σκάσω για να φάω.

Χαίρετε. Σας είπα χαίρετε;