Το Πολυτεχνείο ήταν μια γιορτή χειραφέτησης και ελευθερίας. Αυτό ήταν το μήνυμά του, γι’ αυτό φόβισε τη χούντα. Κατά συνέπεια, το μέτρο της απήχησής του βρίσκεται στην επιτυχία ή μη της μεταπολίτευσης. Χάθηκαν αρκετά, σύμφωνοι, αλλά και πολλά επετεύχθησαν –κυρίως χάρη στον εκδυτικισμό (κι ας καίνε σημαίες του δυτικού κόσμου διάφοροι άσχετοι), στη δημοκρατία και στη σταθερότητα.

Ανάμεσα στα ζητήματα που ιεραρχήθηκαν ψηλά στη μεταπολίτευση ήταν και τα θέματα δικαιωμάτων. Δεν έγινε δυνατή μια κοινωνία χωρίς διακρίσεις, αλλά προχωρήσαμε αρκετά. Πολιτικές, κοινωνικές, θρησκευτικές, εθνικές και σεξουαλικές μειονότητες στην Ελλάδα ήταν μη θέματα για την Πολιτεία. Χρειάστηκαν πολλές αλλαγές για να γίνουν αντικείμενο της κρατικής φροντίδας ζητήματα ταυτότητας, έκφρασης, ισονομίας. Οι πολλές μεταρρυθμίσεις στο οικογενειακό δίκαιο (το 1983, με την πρώτη κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) και η πολιτική βούληση για τη μειονότητα στη Θράκη (που ξεκίνησε επί πρωθυπουργίας Μητσοτάκη) επέτρεψαν ένα κάποιο άνοιγμα της περίκλειστης ελληνικής κοινωνίας. Αλλά οι εκκρεμείς υποθέσεις είναι ακόμα πολλές.

Μία από τις εκκρεμότητες αυτές αφορά τα ομόφυλα ζευγάρια. Η ευρωπαϊκή Ελλάδα, για λόγους ισότητας, όφειλε ήδη να έχει θεσμοθετήσει το σύμφωνο συμβίωσης και γι’ αυτά, κάτι που οι τελευταίες κυβερνήσεις απέφυγαν. Η χώρα εισέπραξε, έτσι, μια πρώτη καταδίκη από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, πέρυσι τον Νοέμβριο, ενώ ήδη προσέφυγαν εκ νέου 162 επιπλέον ομόφυλα ζευγάρια. Η κυβέρνηση, ακόμα και αν πολλοί στους κόλπους της θα ήθελαν να το αποφύγουν, οφείλει να προσαρμόσει τη νομοθεσία της. Σύμφωνα με το «Βήμα της Κυριακής», μάλιστα, η νέα μεταρρύθμιση στο οικογενειακό δίκαιο είναι έτοιμη –και περιλαμβάνει το σύμφωνο συμβίωσης.

Το στοίχημα, προφανώς, παραμένει. Μια κοινωνία που προχωρεί χρειάζεται να σβήνει τις διακρίσεις. Και αυτό, δεν έχει να κάνει με τα οικονομικά προβλήματα.