δικαστήςο, θηλ.δικαστής& (οικ.)δικαστίνα: δημόσιος λειτουργός που έχει ως έργο την απονομή της δικαιοσύνης

Το 2006, ένας πρώην δικαστής της Οκλαχόμα, ο Ντόναλντ Τόμσον, καταδικάστηκε σε τετραετή φυλάκιση –αν και τελικά εξέτισε μόνο δέκα μήνες. Είχε περάσει ένα τέταρτο του αιώνα στα δικαστικά έδρανα. Διαπιστώθηκε όμως ότι στη διάρκεια μιας δίκης το 2003, όσο ο συνήγορος και ο εισαγγελέας προσπαθούσαν να πείσουν τους ενόρκους για την αθωότητα ή ενοχή αντίστοιχα ενός άνδρα που κατηγορούνταν ότι είχε τραντάξει μέχρι θανάτου ένα μικρό παιδί, ο ίδιος χρησιμοποιούσε «σχεδόν καθημερινά» μια «αντλία πέους» την οποία είχε κρύψει τεχνηέντως κάτω από την τήβεννό του.

Την περασμένη χρονιά, μια δικαστής του Τέξας, η Ελίζαμπεθ Κόκερ, παραιτήθηκε έπειτα από καταγγελίες ότι έστελνε, στη διάρκεια μιας ποινικής δίκης, SMS στον δημόσιο κατήγορο. Δεν ήταν ερωτικά μηνύματα. Ηταν συμβουλές για την κατ’ αντιπαράσταση εξέταση των μαρτύρων υπεράσπισης. «Ενα απλό κείμενο 27 λέξεων, πληκτρολογημένο σε ένα παλιό κομητειακό δικαστήριο, ένα μήνυμα που τερμάτισε μια δικαστική καριέρα και έριξε μια βαριά σκιά στο Ανατολικό Τέξας» είχε γράψει τότε το «Τάιμ».

Τον περασμένο Σεπτέμβριο, ένας δικαστής του Αρκανσο, ο Μάικλ Μάτζιο, έχασε τη δουλειά του όταν αποκαλύφθηκε ότι είχε παραβιάσει τουλάχιστον 23 κανονισμούς ποστάροντας με ψευδώνυμο σε κάποιο σάιτ λεπτομέρειες γύρω από την υιοθεσία ενός παιδιού από την ηθοποιό Σαρλίζ Θερόν το 2012. Ως «geauxjudge», ο Μάτζιο είχε γράψει μεταξύ άλλων πως είχε προτείνει ιπποτικά να γίνει «ο μπαμπάς του μωρού».

Την περασμένη Δευτέρα, ένας δικαστής του Ανώτατου Δικαστηρίου της Πενσιλβάνια, ο Σίμους Μακάφερι, ανακοίνωσε τη συνταξιοδότησή του. Είχε προηγηθεί η αποκάλυψη ενός σκανδάλου πορνογραφίας στο οποίο εμπλέκονται και εργαζόμενοι στο γραφείο του γενικού εισαγγελέα της πολιτείας. Σύμφωνα με τη δικαστική έρευνα, από τα τέλη του 2008 έως τον Μάιο του 2012 ο Μακάφερι είχε στείλει ή λάβει περισσότερα από 200 e-mail με πορνογραφικό ή τολμηρό σεξουαλικό περιεχόμενο. Αποχωρώντας εκουσίως, αποσόβησε τον κίνδυνο να προχωρήσει η έρευνα και να χάσει τη σύνταξή του.

δικαστήςο, θηλ.δικαστής& (οικ.)δικαστίνα: δημόσιος λειτουργός που έχει κανονικά ως έργο την απονομή της δικαιοσύνης και ενίοτε εξοργίζει με τη συμπεριφορά και τις αποφάσεις του. Οχι μόνο εκεί. Και εδώ.