«Είναι μεγάλος», «He’s large», τραγουδούσε η Σέλεϊ Ντιβάλ στον ρόλο της Ολιβ Οϊλ, της αγαπημένης του Ποπάι του Ναύτη, στην ομώνυμη ταινία του Ρόμπερτ Ολτμαν. Τον Ολτμαν, αυτόν τον διεισδυτικό σκηνοθέτη του «MASH», του «Νάσβιλ» και του «Πρετ-α-πορτέ», τον θυμούνται σήμερα ως τον σατιρικό που εισέδυσε στα σκοτεινά άδυτα της μεταπολεμικής αμερικανικής κουλτούρας. Εμένα ωστόσο μου φαίνεται ότι εισέδυσε και στα φωτεινά άδυτα της ίδιας κουλτούρας, με την έννοια ότι δεν επέκρινε μόνο αλλά και ανέδειξε. Ισως γι’ αυτό η ιδιοτροπία μου τον προτιμά σε ταινίες όπως «Ο Μπούφαλο Μπιλ και οι Ινδιάνοι», τα «Στιγμιότυπα» από το βιβλίο του Ρέιμοντ Κάρβερ και, ασφαλώς, ο «Ποπάι ο Ναύτης», το σενάριο της οποίας έγραψε ο μεγάλος των αμερικανικών κόμικς Ζιλ Φάιφερ στηριγμένος στη σπουδαία σειρά κόμικς ιστοριών του Σέγκαρ. Στην ταινία εκείνη, που γυρίστηκε στα 1980, έκανε την πρώτη πρωταγωνιστική εμφάνισή του στο σινεμά ο Ρόμπιν Γουίλιαμς, στον ρόλο του Ποπάι.

Σε πολλές περιπτώσεις, στο θέαμα, οι πρώτοι ρόλοι σημαδεύουν τους ηθοποιούς που τους ενσαρκώνουν. Ο Ρόμπιν Γουίλιαμς, με τον Ποπάι του, έκανε ταυτόχρονα ένα σκληρό παιδαρέλι και την καρικατούρα του. Η ενσάρκωση ενός τόσο αντιφατικού χαρακτήρα, ρεαλιστικού και χάρτινου ταυτόχρονα, στο επίκεντρο ενός κόσμου επίσης ρεαλιστικού και χάρτινου, σε ένα είδος που συγγενεύει πολύ με το κλασικό αμερικανικό μιούζικαλ, το οποίο επίσης συνδυάζει ρεαλιστικά και «χάρτινα» στοιχεία (τηρουμένων των αναλογιών, η όπερα του κινηματογράφου – εδώ με φοβερή μουσική του Χάρι Νίλσεν), έδωσε στον Ρόμπιν Γουίλιαμς τη δυνατότητα να πάρει στις πλάτες του έναν τεράστιο κατά βάση κωμικό ρόλο. Και όπως γνωρίζουμε, από τους κλασικούς της κωμωδίας (τον Μπάστερ Κίτον, τον Χάρολντ Λόιντ, τον Τσάρλι Τσάπλιν), ο μοραλιστικός χαρακτήρας του είδους σημαίνει καταρράκωση του σώματος του ηθοποιού, εξαφάνιση κάθε ναρκισσιστικού χαρακτηριστικού. Ο ηθοποιός δεν είναι στις σκηνές και στην οθόνη παρά για να βρίσκεται στην υπηρεσία των θεατών, οι οποίοι πρέπει να γελούν με τα καμώματά του, να γελούν δηλαδή μαζί του.

Και γέλασαν. Πολεμώντας εναντίον του θηριώδους Μπλούτο για το χέρι της καλής του Ολιβ Οιλ, υφιστάμενος τον κυνισμό του πατέρα του, αδύναμος χωρίς το αντικαταθλιπτικό του, το σπανάκι, αστείος και υπερβολικός στη σιγουριά του όταν είχε εξασφαλίσει τη δόση του, ο Ρόμπιν Γουίλιαμς πήρε το βάπτισμα του πυρός σε μια τέχνη που τον έκανε διάσημο. Στην πορεία, σε πολλές ταινίες κατόπιν (μεταξύ των οποίων: «Καλημέρα Βιετνάμ», «Ξυπνήματα», «Ο βασιλιάς της μοναξιάς», «Ο ξεχωριστός Γουίλ Χάντινγκ») οι σκηνοθέτες επέλεξαν να δώσουν έμφαση στον μοραλιστικό χαρακτήρα των ρόλων αφήνοντας κατά μέρος την κωμική πλευρά του. Πιο ηθικοπλαστικός από παντού ήταν στον «Κύκλο των χαμένων ποιητών», στον ρόλο ενός καθηγητή που έδειχνε τον δρόμο στους μαθητές του διδάσκοντάς τους ποίηση.

Δεν ξέρω πόση αλήθεια έχουν αυτές οι ταινίες, στο όνομα του ρεαλισμού. Αλλά, πάλι, δεν το σκέπτεσαι γιατί δεν σε απασχολεί. Αυτή είναι η δουλειά των ηθοποιών: να δίνουν αληθοφάνεια στο απίθανο, να φαίνεται αληθινό ό,τι παίζουν. Είτε τον καθηγητή Κίτινγκ είτε τον Ποπάι τον Ναύτη – ρόλους του Ρόμπιν Γουίλιαμς, που αυτοκτόνησε χθες. Ηταν μεγάλος και δέσποσε σε μια μεγάλη παγκόσμια κουλτούρα, την αμερικανική – που ευτυχώς επηρεάζει περισσότερο από όλες τις κουλτούρες τον κόσμο μας και την εποχή της παγκοσμιοποίησης.