Ποιο νούμερο έχει μεγαλύτερη σημασία; Αυτό που εκφράζει τη δημοτικότητα; Ή αυτό που αποτυπώνει την ανεργία;

Τη Μεγάλη Παρασκευή, επισκεπτόμενος ερευνητικό κέντρο στο Κλερμόν-Φεράν, στην πρώτη του δημόσια «έξοδο» μετά την ήττα στις αυτοδιοικητικές, ο Φρανσουά Ολάντ παραδέχθηκε σκυθρωπός, μιλώντας κάποια στιγμή στους δημοσιογράφους που τον ακολουθούσαν, ότι «αν δεν πέσει η ανεργία όχι απλώς δεν θα εκλεγώ ξανά το 2017 αλλά δεν θα έχει νόημα να είμαι καν υποψήφιος». Πράγματι, κάποιοι αναλυτές στη Γαλλία βρίσκουν στην τρέχουσα πολιτικο-οικονομικο-κοινωνική συγκυρία παραμέτρους αντίστοιχες –ω λα λα! –με το 1789.

Στην Ελλάδα, ο Σαμαράς δεν έχει δημοτικότητα 18% όπως ο Ολάντ στη Γαλλία. Το αντίθετο. Επειτα από μια δύσκολη διετία, ο Πρωθυπουργός παραμένει δημοφιλής, μπορεί να κινηθεί άνετα μεταξύ των πολιτών και συνιστά ατού για την παράταξή του ή τα σχήματα συνεργασίας των οποίων μπορεί να ηγηθεί. Αλλά στο Μαξίμου δεν υπάρχουν αυταπάτες. Με ανεργία πάνω από 25% και ειδικά στους νέους πάνω από 50% δεν μπορεί κανείς να μιλά για έξοδο από την κρίση. Καλή η έξοδος στις αγορές, καλύτερη ακόμη η δημοσιονομική σταθεροποίηση, αλλά κάτι πρέπει να γίνει με την απασχόληση. Οι κακές γλώσσες λένε πως όταν δεν ξέρεις τι να κάνεις στην πολιτική, κάνεις μια επιτροπή. Εν προκειμένω, ένα Συμβούλιο Απασχόλησης. Αλλά, μπαίνοντας μπροστά ο ίδιος, ο Σαμαράς δείχνει ότι δεν θέλει να πετάξει αλλού το πρόβλημα. Είναι, άλλωστε, από εποχής Σημίτη ο πρώτος έλληνας Πρωθυπουργός που αποδείχθηκε διατεθειμένος να κυβερνήσει.

Η συγκρότηση ενός άτυπου μίνι Υπουργικού Συμβουλίου για την απασχόληση υποδηλώνει ότι το πρόβλημα αντιμετωπίζεται μόνο με σύνθετες δράσεις. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση έχει βρει στον Γιάννη Βρούτση έναν υπουργό Κοινωνικής Απασχόλησης που μεγάλωσε την τελευταία διετία. Οχι μόνο με την έννοια ότι πήρε πολιτικό κόστος ο ίδιος, κάτι χρήσιμο σε μια κυβέρνηση που βάλλεται στην πρώτη γραμμή της, αλλά και ότι μπόρεσε να χειριστεί πειστικά πολλά θέματα. Φυσικά, τα εργασιακά έχουν ακόμη ζόρια. Φάνηκε και στην πολύμηνη τελευταία διαπραγμάτευση με την τρόικα, με το ακανθώδες θέμα των ομαδικών απολύσεων. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση προσπαθεί να γυρίσει σελίδα, να περάσει δηλαδή από την απελευθέρωση των εργασιακών σχέσεων σε μια πολιτική τόνωσης της απασχόλησης.

Βεβαίως, όσοι έχουν μάτια και κοιτούν στο εξωτερικό βλέπουν ότι το ένα ταυτίζεται με το άλλο. Διαφορετικά ειπωμένο: πού είναι χαμηλότερη ή πού έπεσε γρήγορα η ανεργία; Εκεί όπου είναι ελαστικοποιημένη η αγορά εργασίας. Δηλαδή σε χώρες όπως η Αμερική, η Βρετανία ή η Γερμανία. Και στη μεν Γερμανία, οι εξαγωγές και τα πλεονάσματα συντηρούν ένα ισχυρό σύστημα κοινωνικής προστασίας. Αρα το να εργάζεται ένας Γερμανός σε ωρομίσθιο καθεστώς είναι μια πραγματικότητα που απαλύνεται από κοινωνικά αμορτισέρ (δημόσια εκπαίδευση και υγεία, φθηνές ή κατά περίπτωση δωρεάν συγκοινωνίες κ.λπ.). Στον αγγλο-αμερικανικό κόσμο όμως το φθηνό εργατικό κόστος σημαίνει ότι υπάρχουν δουλειές, αλλά και ότι οι κοινωνικές αντιθέσεις μεγαλώνουν. Με άλλα λόγια, μπορεί να έχει κανείς εργασία, αλλά αυτή να επαρκεί απλώς για ένα μίνιμουμ αυτοσυντήρησης. Είναι όμως ο μόνος τρόπος να μείνει ένα μέρος της Δύσης ανταγωνιστικό απέναντι στους Κινέζους και τους άλλους του G-20 που αναπτύσσονται σε συνθήκες εργασιακού Μεσαίωνα.

Ολοι αυτοί δεν είναι εξωτικοί προβληματισμοί. Είναι η πραγματικότητα που μας περιβάλλει –και, δυστυχώς, μας πιέζει. Η κυβέρνηση θέλει σωστά να τονώσει την απασχόληση μέσα από τις επενδύσεις και την ανάπτυξη. Τα πράγματα όμως για όσους θα έχουν δουλειά δεν θα είναι όπως πριν από την κρίση.