Aυτά τα πράγματα δεν πρέπει να έχουν ξαναγίνει στην ευρωπαϊκή, ίσως και στην παγκόσμια ιστορία.

Πρώτον: μια κοινότητα κρατών που φιλοδοξεί να ανταγωνιστεί στο γεωστρατηγικό και οικονομικό επίπεδο τις μεγάλες δυνάμεις του πλανήτη, η Ευρωπαϊκή Ενωση, αδυνατεί να υιοθετήσει μια κοινή γραμμή ως προς τη στάση της απέναντι στην ορκωμοσία ενός ηγέτη, του Βλαντίμιρ Πούτιν, που οργάνωσε εκλογές χωρίς αντίπαλο ενώ έχει εισβάλει σε ένα γειτονικό κράτος και σφάζει τον πληθυσμό του. Η απουσία μιας κοινής στρατηγικής είχε ως αποτέλεσμα να παραστούν στην τελετή οι πρεσβευτές των έξι από τις 27 χώρες – μέλη αυτής της κοινότητας.

Δεύτερον: ο πρόεδρος του ενός από τα δύο θεωρητικά ισχυρότερα μέλη αυτής της οικογένειας, ο Εμανουέλ Μακρόν, στέλνει τον πρεσβευτή του να ακούσει διά ζώσης την πολεμική προπαγάνδα του Πούτιν μία ημέρα αφότου o τελευταίος ανακοίνωσε ασκήσεις με τακτικά πυρηνικά όπλα για να εκφοβίσει την Ευρώπη και κάλεσε τον συγκεκριμένο πρεσβευτή για να εκφοβίσει τη Γαλλία. Κι αυτό, ενώ ο θεωρητικά σημαντικότερος σύμμαχος της Γαλλίας, οι Ηνωμένες Πολιτείες, μποϊκοτάρισε την τελετή τονίζοντας ότι οι εκλογές δεν ήταν ούτε ελεύθερες ούτε έντιμες.

Το πιο χαριτωμένο όμως είναι το τρίτο: δύο μήνες μετά τη ρωσική πυραυλική επίθεση στην Οδησσό διακόσια μέτρα από το σημείο όπου βρισκόταν η αυτοκινητοπομπή ευρωπαίου πρωθυπουργού, του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο τελευταίος έστειλε την ελληνίδα πρεσβευτή στη Μόσχα να παραστεί κι αυτή στη συγκεκριμένη τελετή. Από την επίθεση εκείνη είχαν σκοτωθεί μόνο πέντε κακομοίρηδες Ουκρανοί (αλλά αυτοί είναι αναλώσιμοι) και ευτυχώς δεν είχαν πάθει τίποτα οι δικοί μας – θα μπορούσαν όμως να έχουν πάθει, και οι Ρώσοι το ήξεραν. Ο έλληνας Πρωθυπουργός είχε εκφράσει τότε τον αποτροπιασμό του για τις ενέργειες της Ρωσίας, «που οδηγούν στον θάνατο αμάχους, μικρά παιδιά, ακόμη και βρέφη». Είχε τονίσει ότι η Ελλάδα θα συνεχίσει να στηρίζει την Ουκρανία. Λίγες ημέρες αργότερα, το υπουργείο Εξωτερικών διαβίβαζε επείγον σήμα στις ελληνικές πρεσβείες στο εξωτερικό να μην καλέσουν ρώσους διπλωμάτες στις παρελάσεις της 25ης Μαρτίου. Και χθες έστειλε αντιπρόσωπο στην ορκωμοσία του ρώσου προέδρου, δίπλα σ’ εκείνους της Κύπρου, της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας.

Η πολιτική αυτή απόφαση ήταν ελληνική, όχι ευρωπαϊκή. Ποιο να ήταν άραγε το σκεπτικό του υπουργείου; Ενα κλείσιμο του ματιού στους αδελφούς ορθόδοξους Ρώσους, τους οποίους ίσως τελικά και να αδικήσαμε; Μια προειδοποίηση προς τους Ουκρανούς να μη συνεχίσουν να μας πιέζουν για τους S-300, γιατί έχει κι η υπομονή μας τα όριά της; Μια μεγαλομανία αντίστοιχη μ’ αυτή του Παρισιού, ότι μπορεί δηλαδή η χώρα μας να παίξει ρόλο στον τερματισμό αυτού του πολέμου που, ας το παραδεχθούμε, έχει κρατήσει πια υπερβολικά; Μια κίνηση για εσωτερική κατανάλωση, απέναντι σε έναν πληθυσμό που παραμένει σε μεγάλο βαθμό ρωσόφιλος;

Ή άλλος ένας ερασιτεχνισμός της στιγμής;