Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 7 του Συντάγματος «νόμος ορίζει τα σχετικά με την αστική και ποινική ευθύνη του Τύπου και των άλλων Μέσων Ενημερώσεως και με την ταχεία εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων».

Η διάταξη αυτή αντικατέστησε την αρχική με το ψήφισμα της 6.4.2001. Η διάταξη εκείνη όριζε ότι «τα αδικήματα του Τύπου είναι αυτόφωρα και εκδικάζονται όπως ο νόμος ορίζει». Κατά την ερμηνεία της διάταξης της παρ. 7 του άρθρου, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή της, γινόταν δεκτό ότι «στον δυσμενή χαρακτηρισμό των «αδικημάτων του Τύπου» ως «αυτοφώρων» μπορούσε να προβεί μόνο το Σύνταγμα το ίδιο, γιατί η νομοθετική απλώς πρόβλεψη θα ήταν ασυμβίβαστη με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του Τύπου. Αλλες «ειδικές μεταχειρίσεις» του Τύπου που περιείχαν τα προγενέστερα συντάγματα, αλλά όχι πλέον το ισχύον, δεν μπορούν να διατηρηθούν ή να επανεισαχθούν ως απλές νομοθετικές διατάξεις» (Π. Δαγτόγλου, Ατομικά δικαιώματα, Α’, 1991, σελ. 532 παρ. 769)

Παρά την κατάργηση της διατάξεως της παρ. 7 του άρθρου 14 του Συντάγματος, λοιπόν, εξακολουθεί να ισχύει (μετά την 6.4.2001) η σχεδόν όμοια προς εκείνη νομοθετική διάταξη στην παρ. 3, του άρθρου 242 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας («τα εγκλήματα που τελούνται διά του Τύπου θεωρούνται πάντοτε αυτόφωρα»). Οπως αναφέρεται πιο πάνω όμως, η «ειδική μεταχείριση» του Τύπου που ίσχυε ώς τις 6.4.2001 δεν μπορεί έκτοτε να θεωρηθεί ως απλή νομοθετική διάταξη. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 242 παρ. 3 ΚΠΔ έχει περιεχόμενο αντίθετο προς το Σύνταγμα, αφού αντιβαίνει στη ρητή βούληση του νομοθέτη να καταργήσει τον χαρακτηρισμό των αδικημάτων του Τύπου ως «αυτοφώρων», διότι, σύμφωνα με την πρόταση της Επιτροπής Αναθεώρησης του Συντάγματος, «η κατάργηση της παρ. 7 του άρθρου 14 περί αυτόφωρου χαρακτήρα των αδικημάτων του Τύπου αποτελεί αναγκαίο «εκσυγχρονισμό» της διάταξης, αφού οδηγεί στην απάλειψη μιας αναχρονιστικής και μετεμφυλιακής αγκύλωσης». Τα εισαγωγικά έχουν τη σημασία τους, με δεδομένο ότι η απάλειψη αυτή είχε πρωτοεισαχθεί με το Σύνταγμα του 1927.

Ενόψει αυτών, η επ’ αυτοφώρω σύλληψη δημοσιογράφου για δημοσίευμα που κρίθηκε ότι συνιστά «αυτόφωρο» έγκλημα παραβιάζει τη διάταξη του άρθρου 5, παρ. 3 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι «η προσωπική ελευθερία είναι απαραβίαστη. Κανείς δεν καταδιώκεται, ούτε συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται, ούτε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο περιορίζεται παρά μόνο αν και όπως ορίζει ο νόμος». Η διάταξη του άρθρου 6, παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι «κανένας δεν συλλαμβάνεται, ούτε φυλακίζεται χωρίς αιτιολογημένο δικαστικό ένταλμα, που πρέπει να επιδοθεί τη στιγμή που γίνεται η σύλληψη ή προφυλάκιση. Εξαιρούνται τα αυτόφωρα εγκλήματα». Τα εγκλήματα όμως του Τύπου, μετά το ψήφισμα της 6.4.2001, δεν χαρακτηρίζονται πλέον αυτόφωρα από το Σύνταγμα και η απλή νομοθετική διάταξη του άρθρου 242 παρ. 3 του ΚΠΔ δεν μπορεί να διατηρήσει τον χαρακτηρισμό του «αυτοφώρου», διότι σ’ αυτήν «μπορούσε να προβεί μόνο το Σύνταγμα το ίδιο, γιατί η νομοθετική, απλώς πρόβλεψη θα ήταν ασυμβίβαστη με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ελευθερία του Τύπου».

Ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος είναι δικηγόρος