Κανείς, με τα σωστά του, δεν μπορεί να φορτώσει στην Αριστερά και στο

αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα τα εγκλήματα αυτών που σφετερίστηκαν τα

σύμβολά τους. Και όμως, πολλοί εκπρόσωποι της Αριστεράς μοιάζουν να

απολογούνται όπου βρεθούν. Είναι σφάλμα. Όποιος απολογείται, αυτοκατηγορείται,

λένε οι Γάλλοι.

Ας πάρουμε τα πραγματικά γεγονότα της εποχής της δικτατορίας. Δεν ξέρω πώς

περνούσε τον καιρό του ο κόσμος στο Παρίσι. Ξέρω όμως πώς σκεφτόταν η

«επίσημη» Αριστερά (ΚΚΕ, ΚΚΕεσ.) που δρούσε εντός της Ελλάδας. Γι’ αυτήν η

χρήση βίας (έστω και με τη μορφή κροτίδων) είχε πάψει να είναι αντικείμενο

σοβαρής συζήτησης τουλάχιστον από τα τέλη του 1971. Ο λόγος δεν ήταν μόνο

ηθικός. Θεωρούσαμε τις μεθόδους αυτές αντιπαραγωγικές. Έδιναν προπαγανδιστικά

πλεονεκτήματα στο καθεστώς, δημιουργούσαν ρήγματα στο αντιδικτατορικό

στρατόπεδο και ήταν πρακτικώς ασυμβίβαστες με την κύρια επιδίωξή μας: την όσο

το δυνατόν μεγαλύτερη κινητοποίηση κόσμου γύρω από μαζικές μορφές

διαμαρτυρίας.

Θα δεχτώ ότι, μετά την πτώση της δικτατορίας, η ρητορεία της

Αριστεράς καλλιέργησε ένα κλίμα γενικευμένης επιείκειας απέναντι στην

τρομοκρατία που παρείχε ένα είδος ασυλίας στους τρομοκράτες. Εδώ όμως, η

Αριστερά δεν ήταν μόνη. Είχε έξοχη παρέα σε όλους τους πολιτικούς χώρους.

Το πρόβλημα είναι ότι η Αριστερά αργεί να απαλλαγεί από τις φαντασιώσεις της.

Η επίσημη Αριστερά δεν είναι επαναστάτες και καλά κάνουν. Το αδιέξοδό τους

είναι ότι δεν θέλουν να το χωνέψουν. Εξ ου και οι υπεκφυγές στην έμπρακτη

καταδίκη της τρομοκρατίας. Νομίζουν ότι η 17Ν είναι επαναστάτες και ότι η

ανεπιφύλακτη καταδίκη τους συνεπάγεται κάποιου είδους προδοσία. Κάνουν λάθος.

Ούτε η 17Ν είναι επαναστάτες. Δολοφόνοι είναι.

Με την ευκαιρία των πρόσφατων συλλήψεων ακούμε κάθε λογής πράγματα. Κάποιοι

αποκηρύσσουν τις πράξεις «ατομικής» τρομοκρατίας. Εμμέσως

μάς λένε, δηλαδή, ότι προτιμούν τη μαζική σφαγή ενός εμφυλίου πολέμου.

Ευτυχώς, δεν το εννοούν. Άλλοι συζητούν για τα «ευγενή» ή «ευτελή» κίνητρα των

τρομοκρατών, καθώς και για την απομάκρυνση της δεύτερης γενιάς της 17Ν από

τους «ιδεολογικούς» στόχους της πρώτης. Είναι εκτός θέματος και οδηγούνται σε

παραλογισμούς. Εκείνο που μας απασχολεί δεν είναι οι ιδέες των τρομοκρατών,

αλλά οι πράξεις τους και οι επιπτώσεις τους επάνω μας. Αν μια φασιστική

οργάνωση έβαζε βόμβα σε σιδηροδρομικό σταθμό και σκότωνε 80 άτομα θα

συζητούσαμε για ιδεολογικά κίνητρα;

Πίσω από αυτά βρίσκεται η κορυφαία φαντασίωση που βασανίζει αρκετούς

αριστερούς και τους εμποδίζει να καταδικάζουν απερίφραστα την τρομοκρατία: η

ιδέα της «επαναστατικής ανατροπής του συστήματος». Είναι απορίας άξιο το πόσο

αργούν καμιά φορά να φτάσουν τα νέα. Κανείς δεν τους πληροφόρησε ότι η

προοπτική της ολοσχερούς αντικατάστασης του «συστήματος» από κάποιο άλλο

πέθανε, αφού πρώτα χρεοκόπησε στο διανοητικό και στο πρακτικό επίπεδο; Με

δεδομένο ότι καμιά κατάληψη χειμερινών ανακτόρων δεν επίκειται και ότι αυτό

που μας μένει είναι να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βελτιώσουμε αυτά που

έχουμε, ας δούμε πώς τίθεται το θέμα της τρομοκρατίας.

Υπάρχει ένα συμβόλαιο ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες. Το κράτος μάς

εγγυάται ότι σε τακτά χρονικά διαστήματα θα αποφασίζουμε ελεύθερα ποιος θα μας

κυβερνήσει και, επίσης, μας εγγυάται ότι δεν θα κάνει κατάχρηση της δύναμής

του και δεν θα παρεμβαίνει αυθαίρετα στη ζωή μας. Σε αντάλλαγμα, εμείς

αναγνωρίζουμε την αποκλειστική του νομιμότητα και σεβόμαστε τους νόμους. Αν το

κράτος αθετήσει τις υποχρεώσεις του, το συμβόλαιο παύει να υφίσταται και ο

καθένας μας αποφασίζει κατά την κρίση του. Αν το κράτος τηρεί τη δική του

πλευρά τού συμβολαίου, οφείλουμε να τηρήσουμε και τη δική μας. Αυτό δεν είναι

a la carte. Είναι υποχρεωτικό. Γι’ αυτό και όλα ήταν επιτρεπτά ενάντια

στη δικτατορία, ενώ δεν είναι ενάντια στη δημοκρατία.

Το μείζον θέμα που θέτει η τρομοκρατία είναι η αυτοδικία και, μέσω

αυτής, η καθολική αμφισβήτηση της νομιμότητας του δημοκρατικού κράτους. Καμιά

δημοκρατία δεν μπορεί να ανεχτεί τον κίνδυνο της γενικευμένης αυτοδικίας. Αν

της επιτρέψει να υπάρξει (με οποιονδήποτε ιδεολογικό μανδύα) τραβάμε όλοι προς

το χάος. Η ίδια η αξιοπιστία της δημοκρατίας εξαρτάται από την ικανότητά της

να προστατεύει την έννομη τάξη. Αν η δημοκρατία δεν μπορεί, η νοσταλγία για

κάποιους που θα μπορούν θα φουντώσει. Το δημοκρατικό κράτος οφείλει, πάντα

μέσα στα πλαίσια των νόμων του, να εξαντλεί την αυστηρότητά του απέναντι

στην τρομοκρατία αντί να της αναγνωρίζει ελαφρυντικά. Η τρομοκρατία πρέπει να

εξουδετερωθεί γιατί τα εγκλήματά της δεν είναι ανεκτά, γιατί αποτελεί κίνδυνο

για τα συμφέροντα όλων μας και γιατί υποσκάπτει τα θεμέλια της νομιμότητας της

Ελληνικής Δημοκρατίας. Τα ελατήρια των πράξεών της δεν έχουν σημασία.

Μα υπονομεύονται τα δικαιώματά μας, γινόμαστε αστυνομικό κράτος θα αντιτείνει

κάποιος. Ας μην «φκιαχνόμαστε» από την ίδια μας τη ρητορεία και χάνουμε την

αίσθηση των αναλογιών. Είπαμε. Κανείς δεν μπορεί να φορτώσει στην Αριστερά τη

17Ν. Κανείς εκτός από την ίδια. Θα αυτοενοχοποιηθεί αν δώσει την

εντύπωση ότι ανέλαβε αυτοκλήτως την υπεράσπισή των ανθρώπων αυτών (αυτή θα

την επωμισθούν – σίγουρα επάξια – οι συνήγοροί τους). Θα περιθωριοποιηθεί αν

δείξει ότι αδιαφορεί για το θέμα. Και θα γελοιοποιηθεί αν πέφτει θύμα τού κάθε

ελιγμού στη μάχη των εντυπώσεων που θα δώσουν οι κατηγορούμενοι τους προσεχείς μήνες.

Ο Χρυσάφης Ιορδάνογλου διδάσκει Οικονομικά στο Παν/ μιο Κρήτης. Τον

καιρό της δικτατορίας συμμετείχε στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα.