Ο πρωτότυπος και πιασάρικος τίτλος του βιβλίου αυτού είναι Lincoln in the Bardo. Επρεπε πάση θυσία να διατηρηθεί και στα ελληνικά, αν μη τι άλλο για να προϊδεάσει τον αναγνώστη ως προς τις δυσκολίες που θα βρει μπρος του, ιδεατά δε να τον ωθήσει σε λίγη προκαταρκτική έρευνα. Μπάρντο είναι τρόπον τινά, κατά τη βουδιστική διδασκαλία, μια ενδιάμεση συνειδησιακή κατάσταση μεταξύ ονείρων, ψευδαισθήσεων, εγρήγορσης και οραμάτων. Κυρίως όμως o όρος αποδίδει τον προθάλαμο όπου βρίσκονται οι ψυχές των νεκρών πριν αποφασισθεί το ταξίδι τους προς την αιώνια ευδαιμονία της Νιρβάνα ή η βασανιστική επιστροφή τους στον ζωντανό κόσμο υπό άλλη ενδεχομένως μορφή –η λεγόμενη μετενσάρκωση. Στο λεγόμενο Θιβετιανό Βιβλίο των Νεκρών (Bardo Thodol) περιγράφονται επακριβώς οι σχετικές δοξασίες που έκαναν μεγάλη καριέρα στην Αμερική ήδη από τα χρόνια του κινήματος των μπιτ μέχρι τη δεκαετία του ’70, προσφέροντας επιχειρήματα σε ποικίλες αστικές υποκουλτούρες –εσχάτως, ακόμη και κινήματα υπέρ της οργανικής οικοσυστημικής θεωρίας, της ήπιας ανάπτυξης ή της άρνησης του καταναλωτισμού.

Ο Σόντερς επαναφέρει την ιδέα αυτή χωροθετώντας την σε ένα νεκροταφείο της Ουάσιγκτον όπου οι νεκρές ψυχές, απρόθυμες να μεταβούν στο ένα ή το άλλο μεταθανάτιο στάδιο, υποκρίνονται ότι είναι ζωντανές (αν και ασθενείς) και βασανίζονται από τις αναμνήσεις, τις ενοχές και τις ελπίδες λύτρωσης –βλ. διόρθωσης των κακών κειμένων του προτέρου βίου τους. Η λέξη Μπάρντο λοιπόν κακώς αντικαταστάθηκε στον ελληνικό τίτλο από τη Λήθη, η οποία είναι και άσχετη με την ουσία του κειμένου. Το ακριβώς αντίθετο ισχύει μάλιστα εδώ: την επεξεργασία της μνήμης γυρεύει η πολυφωνία του βιβλίου. Η διατήρησή της, ακόμη και η αντικατάστασή της από το δαντικό Καθαρτήριο, θα προσέφερε στον αναγνώστη μια προετοιμασία για το τι επίκειται.

Σ’ αυτό το νεκροταφείο λοιπόν, μια μέρα του 1862 καταφθάνει μια πομπή. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα δράματα της εποχής του Αμερικανικού Εμφυλίου καθώς ο Γουίλι, γιος του προέδρου Λίνκολν, μεσούσης μιας πολυτελούς δεξίωσης στον Λευκό Οίκο που περιγράφεται εξαιρετικά από ποικίλους συμμετέχοντες, αφήνει την τελευταία του πνοή στον πάνω όροφο, χτυπημένος από τυφοειδή πυρετό, κακώς διαγνωσθέντα ως κρύωμα. Η συγκίνηση είναι τεράστια καθώς ο Γουίλι ήταν εξαιρετικά αγαπητός σε όλους, ο χαϊδεμένος από τους γονείς του γιος. Καθώς μάλιστα ο Εμφύλιος βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, το έθνος ανησυχεί για την αντίδραση του προέδρου και για την ικανότητά του να συνεχίσει να ηγείται των Ενωτικών. Δικαίως. Ο Λίνκολν είναι απολύτως συντετριμμένος σε σημείο που αρνείται να δεχθεί τον θάνατο του Γουίλι και επισκέπτεται τον μαρμάρινο τάφο στη διάρκεια της νύχτας προκειμένου να ξαναδεί και αγγίξει το σώμα του γιου του. Η ψυχή του νεκρού αγοριού ξεγελιέται από την παρουσία του πατέρα και πιστεύει ότι θα επανέλθει στον επάνω κόσμο. Αναμένει, προσδοκά, απογοητεύεται. Ετσι όμως παγιδεύεται στο Μπάρντο, σε μια τρομακτική κατάσταση αντλημένη από την πλέον ασπρόμαυρη γκόθικ παράδοση, ενώ λόγω της παιδικής αγνότητας (του αναμάρτητου των παιδικών ψυχών) θα μπορούσε να είχε ήδη μεταβεί στην κατάσταση της Νιρβάνα χωρίς περαιτέρω δοκιμασίες. Οι τρεις κυρίως πρωταγωνιστές και αφηγητές του βιβλίου –ένας μεγαλόψυχος πάστορας, ένας ομοφυλόφιλος προδομένος από τον εραστή του και ένας μεσήλικος που δεν πρόφτασε να δει τον γάμο του με μια πολύ νεότερη γυναίκα να ολοκληρώνεται –συγκινημένοι από την κατάσταση του αγοριού και τον θρήνο του πατέρα, προσπαθούν να το ελευθερώσουν. Αυτή η μάχη συνιστά και το κυρίως σενάριο του βιβλίου. Το αγόρι θα κατανοήσει εντέλει την κατάστασή τους ως νεκρών ψυχών, τα λοιπά πνεύματα θα κατανοήσουν επιτέλους με την δέουσα συντριβή ότι η υπόστασή τους κάθε άλλο παρά προσωρινή είναι, ο συντετριμμένος πατέρας θα αποχωρήσει προκειμένου να ακολουθήσει το ιστορικό του πεπρωμένο, ενώ τα πτώματα συσσωρεύονται στα πεδία των μαχών.

Η δομή του βιβλίου είναι εξίσου πρωτότυπη με το θέμα. Ολα τα πιο πάνω δίνονται υπό τη μορφή σύντομων μονολόγων που θυμίζουν χορό. Οι τρεις πρωταγωνιστές παίρνουν το λόγο με σύντομες κοφτές αφηγήσεις, άλλοτε εξιστορώντας το δράμα του προέδρου και του νεαρού Γουίλι, άλλοτε ανασκοπώντας τον δικό τους βίο και επεξεργαζόμενοι τα τραύματά τους με την ελπίδα, επανερχόμενοι στον έξω κόσμο, να διορθώσουν το παρελθόν. Το ίδιο ισχύει με πολλές άλλες μορφές/ πνεύματα που έχουν ωστόσο αισθητά συντομότερους ρόλους. Το ποιος μιλάει κάθε φορά το πληροφορούμαστε στο τέλος της φράσης, κάτι που προσθέτει στις δυσκολίες διατήρησης ενός ρυθμού ανάγνωσης. Ακόμη δυσχερέστερα γίνονται τα πράγματα όταν τα πνεύματα μπαινοβγαίνουν στα σώματα των ζωντανών ταυτιζόμενα μαζί τους και ρουφώντας τα μύχια αισθήματα τους, ή όταν ακόμη αλλάζουν ρόλους σε μια μυστικιστική υποδήλωση εκ μέρους του συγγραφέα ότι δεν υπάρχει σαφώς οριοθετημένη ανθρώπινη υπόσταση. Το κείμενο κατακλύζεται από βιβλιογραφικές αναφορές διάσπαρτες σε ποικίλες πηγές (υπαρκτές ή εντελώς επινοημένες επιστολές, άρθρα, απομνημονεύματα, λιβέλους κατά του προέδρου), που συνιστούν ωστόσο ένα επιτυχημένο, καλά ριζωμένο αντίβαρο στη μεταφυσική του όλου εγχειρήματος. Συχνά οι αναφορές αυτές είναι αντιφατικές ακόμη και σε ό,τι αφορά την αντικειμενική πραγματικότητα; λ.χ. σε μερικές από τις καλύτερες σελίδες του βιβλίου, οι καλεσμένοι στον Λευκό Οίκο δίνουν απολύτως αποκλίνουσες εντυπωσιακές περιγραφές για το σεληνόφως και τον καιρό εκείνης της νύχτας.

Παράξενο βιβλίο, μοναδικό στο είδος του, προορίζεται να εξελιχθεί σε καλτ. Ο Σόντερς μόνο ακροθιγώς ασχολείται με τα πραγματικά δεδομένα του Αμερικανικού Εμφυλίου, το αίτημα του Νότου για δύο ξεχωριστά κράτη σε συνομοσπονδιακή μορφή ή τους διαφορετικούς τρόπους παραγωγής των αντιμαχομένων μερών (εκβιομηχάνιση κατά αγροτικής οικονομίας, δουλοκτησία κατά ελευθερίας, ανάπτυξη εναντίον παράδοσης, γαιοκτησία εναντίον επιχειρηματικότητας). Ελάχιστα ακόμη ασχολείται με τα έργα και τις ημέρες του ίδιου του πρόεδρου Λίνκολν, και μόνο σε υπαινικτική μορφή δίνεται η ηρωοποίηση, η ακραία φιλοδοξία, η μονομέρεια ή η αποφασιστικότητά του να τελειώσει τον πόλεμο όσο γρηγορότερα γίνεται άσχετα από την εκατόμβη των θυμάτων. Αντ’ αυτών επιλέγει μια εξαιρετικά εύστοχη σκιαγράφηση της εποχής, με αναπαράσταση επιμέρους στιγμών, χαρακτήρων, ηθών, τοπίων, επαγγελμάτων κ.λπ. διανθισμένων με εύστοχες παρατηρήσεις για τις προτεραιότητες και ευαισθησίες του ύστερου 19ου αιώνα. Ταυτόχρονα επικεντρώνεται στον παραλογισμό του θανάτου (ειδικά ενός μικρού παιδιού), στη διαχρονική απόπειρα του ανθρώπου να «κατασκευάσει» ένα επέκεινα, στην πίστη για μια άλλη ζωή και εν γένει στην αντιμετώπιση του Σύμπαντος ως αέναης ροής και αλληλεπενέργειας. Ωστόσο και άσχετα με το πρωτότυπο του εγχειρήματος αφ’ εαυτού, ο συγγραφέας επιτρέπει στο γκροτέσκο να κυριαρχήσει μετατρέποντας μεγάλα κομμάτια του έργου σε πολυφωνικό θρίλερ νεκροταφείου που θυμίζει σύγχρονο θεματικό πάρκο και όπου συχνά παραιτείσαι από την παρακολούθηση φλύαρων διαλόγων μεταξύ ψυχών προορισμένων να εκμαιεύσουν κάποιου είδους χιούμορ, κάποιο κουράγιο και κάποια προοπτική για το επέκεινα.

Πολύ καλύτερα βαδίζουν, όπως είναι φυσικό, οι μαρτυρίες των ζωντανών και κυρίως το δράμα του πατέρα. Τελικά, έχουμε ένα έργο όπου η επιλογή του θέματος αποτελεί πρόκληση, η επιλογή της «θεατρικής» δομής επίσης, και όπου λείπουν κάποιες ενημερωτικές αφηγηματικές παρεκβάσεις που θα ενίσχυαν το μερίδιο της αναγνωστικής απόλαυσης. Σε κάθε περίπτωση ένα έργο ιδιαίτερο, στην καρδιά της μεταμοντέρνας συνθήκης, όπου ο ορθολογισμός τίθεται σε παρένθεση και όπου, για να το πούμε ελληνιστί, αποθεώνεται η ρήση «anything goes».

George Saunders

Λήθη και Λίνκολν

Μτφ. Γιώργος – Ικαρος Μπαμπασάκης,

Εκδ. Ικαρος 2017, Σελ. 472,

Τιμή: 16,50 ευρώ