Τι συμβαίνει και 74 χρόνια μετά τον θάνατο του ποιητή Γιώργου Σαραντάρη (1941) η ύπαρξή του στοιχειώνει σχεδόν ως τύψη τις συνειδήσεις νεότερων ποιητών, μ’ έναν τρόπο δηλαδή που δεν του τον επιφύλαξαν οι συγκαιρινοί του ομότεχνοι; Θα γινόταν πολύ μακρύς ο κατάλογος αν αναφερόμασταν διεξοδικά σε περιπτώσεις δημιουργών που αισθάνθηκαν για τον ποιητή αυτόν μια πραγματική λατρεία, ενώ ο ίδιος στον σύντομο χρόνο της ζωής του –πέθανε μόλις 33 χρόνων –θα ‘λεγες πως ήρθε στον κόσμο αποκλειστικά για να σφυρηλατήσει μια ποίηση με πρωταρχικό αίτημά της τη μετατροπή ακόμη και του πιο αβυσσαλέου αισθήματος σε φως. Σε ένα αεράκι που μοιάζει να διυλίζει την οδύνη και το μαρτύριο, ώστε μαλακωμένες πια οι συνειδήσεις να μην μπορεί να τις κυριεύσει παρά η χαρά της ζωής. Κι αν μια ανεπαίσθητη σκιά λύπης ή μελαγχολίας φαίνεται να καιροφυλακτεί πίσω από κάθε ποίημα, τελικά αυτό που κυριαρχεί είναι η εξαλλαγή τους σε ένα σχεδόν ουράνιο δώρημα.

Κάτι που δεν είναι παρά το κατακάθι μιας υπαρξιακής πορείας τόσο πιο αποκαλυπτικής καθώς δεν είχε σχεδιαστεί ή προβλεφθεί ακόμη και στους πιο αναμενόμενους σταθμούς της. Μας τα θύμισε όλα αυτά η έκδοση των ιταλικών ποιημάτων του Γιώργου Σαραντάρη, που έχουν μεταφραστεί με ακρίβεια και αισθηματικό παφλασμό από τον επίσης ποιητή Τηλέμαχο Χυτήρη. Μα έλληνας ποιητής και να έχει γράψει ποιήματα κατευθείαν στην ιταλική γλώσσα σάμπως και να υπήρξε η γλώσσα αυτή η μητρική του; Σε ένα εισαγωγικό σημείωμά του που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Η Λέξη» (τεύχος 3, Μάρτης – Απρίλης ’81) προλογίζοντας εννέα ιταλικά ποιήματα του Γιώργου Σαραντάρη, ο Τηλέμαχος Χυτήρης απαντά σε κάθε τυχόν απορία για την «ιταλική» κλίση του δημιουργού των ποιητικών βιβλίων «Αστέρια» και «Στους φίλους μιας άλλης χαράς»: «Ο Σαραντάρης γνώριζε τα μυστικά της ιταλικής γλώσσας πολύ καλά, είχε ταξιδέψει και μείνει στην Ιταλία για μεγάλα χρονικά διαστήματα (σημ. σπούδασε Νομικά στην Μπολόνια και τη Ματσεράτα), μια και ο πατέρας του ήταν έμπορος που συναλλασσόταν πολύ συχνά με τη χώρα αυτή. Ο Σαραντάρης ήταν συγχρόνως μεγάλος λάτρης της ιταλικής ποίησης και κυρίως της ποίησης του Τζουζέπε Ουγκαρέτι. Την αγάπη του αυτή την εκδηλώνει στις λογοτεχνικές συντροφιές της Αθήνας του ‘30, απαγγέλλοντας ποιήματα του, άγνωστου τότε, ιταλού ποιητή. Ομως, ακόμα περισσότερο την εκδηλώνει με το ίδιο του το ποιητικό έργο που είναι βαθιά επηρεασμένο από τις ιδέες και τον “τρόπο” του Ουγκαρέτι».

Εκπλήσσει πραγματικά (θετικά βεβαίως) η τόλμη του Τηλέμαχου Χυτήρη να μιλήσει για μια – αν και πανθομολογούμενη – αγάπη και πολύ περισσότερο συγγένεια του Σαραντάρη με τον Ουγκαρέτι. Ακριβώς γιατί ο ίδιος ο Σαραντάρης είχε αρνηθεί διαρρήδην τη σχέση του με τον ιταλό ομότεχνό του, χαρακτηρίζοντάς τον ως «έναν στεγνό και απαισιόδοξο ποιητή όπως ο Καβάφης» σε γράμμα του που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό του Αντρέα Καραντώνη «Νέα Γράμματα» τον Μάιο του 1937. Σημειώνοντας επιπλέον ως ανυπόστατη και αστήρικτη την άποψη πως είχε αντιγράψει το ύφος του Ουγκαρέτι. Χωρίς να παραθεωρεί κανείς τον τρόπο με τον οποίο ένας ποιητής «προσλαμβάνει» το ίδιο του το έργο, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο στην ιστορία της λογοτεχνίας – της παγκόσμιας – η πρόσληψη ενός μελετητή να είναι συχνά πιο καίρια.

Με συνέπεια να μετρά πολύ περισσότερο το γεγονός πως έναν νεότερο ποιητή, ο οποίος δεν είχε καν γεννηθεί όταν πέθανε ο Σαραντάρης μέσα στις γνωστές δραματικές συνθήκες (προσεβλήθη, λόγω κακουχιών, από τύφο στον Πόλεμο της Αλβανίας το 1940), τον συναρπάζει η ξενόγλωσση λαλιά του ποιητή και τη μεταλαμπαδεύει στους συγκαιρινούς του 75 χρόνια αργότερα – για την ακρίβεια 80 ή και περισσότερο, από τότε που γράφτηκαν τα ποιήματα στην ιταλική γλώσσα. Οπως το ίδιο ακριβώς ισχύει για τον ποιητή και δεινό βιβλιογράφο Γιώργο Α. Παναγιώτου, την ποιήτρια Ολυμπία Καράγιωργα και τον αλησμόνητο μελετητή, χαρισματικό Γ. Π. Σαββίδη, που μέσα στο 2015 συμπληρώθηκαν 20 χρόνια από την αποδημία του.

Τι εννοούμε ακριβώς ή ποιοι να ήταν άραγε οι λόγοι που έσπρωξαν τον Γ.Α. Παναγιώτου – αγέννητο επίσης όταν αποδήμησε ο Σαραντάρης – να δημιουργήσει στον Βόλο το 1970 την εκδοτική ομάδα Studio και να δημοσιεύσει σε ένα κομψό τομίδιο δύο δοκίμια του Γιώργου Σαραντάρη, το γραμμένο το 1937 «Συμβολή σε μια φιλοσοφία της ύπαρξης» και το γραμμένο το 1939 «Η λογική σαν θεωρία του απόλυτου και του μη απόλυτου»; Σήμερα βέβαια μοιάζει ρητορική μια αντίστοιχη ερώτηση, για να αποτελέσει όμως, μεσούσης μάλιστα της δικτατορίας, έναν δυνατό μαγνήτη η φωνή ενός ποιητή, συνειδητοποιείς ακόμα καλύτερα την ειλικρίνειά της και το μέγεθός της.

Αγέννητοι λοιπόν ο Χυτήρης και ο Παναγιώτου όταν πέθανε ο Σαραντάρης, δεν θα υστερήσει στο πάθος της η Ολυμπία Καράγιωργα, επτά μόλις χρόνων το 1941 στη Μανσούρα της Αιγύπτου, με το βιβλίο που θα γράψει δεκαετίες αργότερα για τον Γιώργο Σαραντάρη. Με την ξέχειλη τρυφερότητά της γι’ αυτόν να την κάνει, ενώ συζητούσαν με τον ποιητή Γιάννη Κοντό στα μέσα της δεκαετίας του ‘70, να τον αποκαλεί «το σαρανταρούδι μας» και τη συγκινημένη και αυτοσχεδιαστική εμβρίθειά της να απεικονίζεται στο εξαίρετα συνθεμένο ντοκουμέντο «Ο μελλούμενος».

Με μια αντίστοιχη συγκίνηση πιστώνεται και ο Γ.Π. Σαββίδης καθώς θα τον άκουγε κανείς να μας προτρέπει, μόλις πληροφορήθηκε την ύπαρξη ενός τετραδίου με χειρόγραφα ποιήματα του Σαραντάρη που είχε περάσει στα χέρια μας, λέγοντας: «Να φωτοτυπήσεις σχολαστικά όλες τις σελίδες. Ακόμα και τη σελίδα με το σημειωμένο πάνω της ένα καραγκιοζάκι ή μια μόνο γραμμή. Στο τετράδιο ενός ποιητή όπως ο Γιώργος Σαραντάρης ακόμη και ο αριθμός των λευκών σελίδων έχει ιδιαίτερο νόημα». Χαίρεται κανείς που ένας ποιητής – ο οποίος πέρασε σαν αεράκι ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάλαφρα, με ποιήματα το βάρος των οποίων σύμφωνα με τον τίτλο ενός αριστουργηματικού αφηγήματός του Ερι Ντε Λούκα είναι αντίστοιχο με το βάρος μιας πεταλούδας – φαίνεται να αποκτά στους καιρούς μας ένα τεράστιο εκτόπισμα. Ετσι ώστε αν έζησε μόνο 33 χρόνια, να είναι τελικά μόνο ο ίδιος που ζημιώθηκε, αφού η ποίησή του απέσπασε μέσα στον σύντομο χρόνο της ζωής του το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος.

Γιώργος Σαραντάρης

Τα ιταλικά ποιήματα

Μτφ: Τηλέμαχος Χυτήρης

Εκδ: Γαβριηλίδης, 2015

Σελ: 186,

Τιμή: 10,60 ευρώ