Αν θα χαρακτηρίζαμε ως δόλιο τον τρόπο γραφής του Φοίβου Πιομπίνου στο πεζογραφικό του βιβλίο «Επίσκεψη σε μια έκθεση» (μια συλλογή έντεκα εκτεταμένων διηγημάτων) είναι για έναν κυρίως λόγο: ενώ φαίνεται να θέλει να αφηγηθεί απλώς την περιπέτεια ενός ανθρώπου κάθε άλλο παρά ξεχωριστού, κατορθώνει η ανθρωπογεωγραφία του σε συνδυασμό με μια διακεκαυμένη περίοδο της Ιστορίας να συγκροτεί ένα αξεδιάλυτο σύμπαν. Οσο κι αν δεσπόζουν ως φόντο, στο σύνολο σχεδόν των διηγημάτων, τα χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Κατοχής ή η εμφυλιακή και η μετεμφυλιακή περιόδος, σχεδόν ξεχνάς ότι οι ήρωες είναι γέννημα και θρέμμα τους.

Αντίθετα, αισθάνεσαι πως αντίστοιχες με τις σημερινές θα ήταν οι περιπέτειές τους, έστω και αν είχαν μεγαλώσει μέσα σε λιγότερο ταραγμένες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες. Οπως συμβαίνει στην πραγματικά μεγάλη πεζογραφία (και δεν είναι τυχαία η αναφορά του Φοίβου Πιομπίνου, σε ένα επιλογικό σημείωμά του, στον Γκι ντε Μοπασάν που τον έχει άλλωστε αριστουργηματικά μεταφράσει) η απαραχάρακτη και η πιο μύχια ζωή των ηρώων του μας γνωρίζει τόσο το στενό όσο και το ευρύ περιβάλλον που μέσα του ζουν –και ποτέ το αντίθετο. Μας γίνεται ακόμη πιο εμφανές το στοιχείο αυτό στην πεζογραφία του Πιομπίνου όταν προσμετρούμε –χωρίς να γίνεται ο πιο ελάχιστος υπαινιγμός –στα διηγήματα, για παράδειγμα, «Ο Λάκης από το Χαϊδάρι» και «Η γηροκόμηση», τις βαρύτατες συνέπειες της εσωτερικής μετανάστευσης και της βίαιης εξαστικοποίησης (ο Θεός να την κάνει) ορεινών και πεδινών πληθυσμών τις δεκαετίες του ’50 και του ’60.

Αφού πολύ «σωστά», δηλαδή με έναν απαράμιλλο αφηγηματικό τρόπο, στον «Λάκη» το βάρος πέφτει στη «διαδρομή» του που την ξεκινάει ως μπακαλόγατος, για να τη συνεχίσει με ρόλους ξεφωνημένης αδελφής σε φαρσοκωμωδίες του παλιού ελληνικού κινηματογράφου και να την ολοκληρώσει ως «τσατσά» σε έναν οίκο ανοχής στην Πλατεία Βάθη, ενώ στη «Γηροκόμηση» η αποθέωσή της παραμένει ένα συμβάν νοτιοευρωπαϊκής, μεσογειακής, ελληνικής ιδιαιτερότητας: όταν ο κυρ Βασίλης, ο ηλικιωμένος επιστάτης στη Σχολή Καλών Τεχνών, αποφασίζει να παντρευτεί μια κατά είκοσι χρόνια νεότερή του γυναίκα –την κοντοχωριανή του Βαγγελίτσα από την Ελάτη της Αρκαδίας –πηγαίνει στο χωριό του για να αφήσει στο κοιμητήρι όπου αναπαύονται οι γονείς του το προσκλητήριο του γάμου του.

Τοποθετημένα τα διηγήματα του Πιομπίνου μέσα στον εικοστό αιώνα (στο «Καινούριο διαμέρισμα» η γιαγιά της ηρωίδας, της Ζωής, από τα Μάλγαρα της Ανατολικής Θράκης ζούσε από το 1923, όταν οι συμπολίτες μεταφέρθηκαν στην Ελλάδα, σε μια μονώροφη κατοικία στη δυτική περιφέρεια της Θεσσαλονίκης), μοιάζει να έχουν γραφεί ως αποχαιρετισμός σε εποχές που έχουν αλλάξει ριζικά και σε ανθρώπους που έχουν φύγει ανεπιστρεπτί. Τόσο σημαντικότερη η «καταγραφή» αυτή –δεν χρειάζεται να είναι μάντης κανείς για να το καταλάβει –αφού είναι ζήτημα αν μας απομένει πια μια εικοσαετία που να μας ενδιαφέρουν ως άμεσα και σπαρταριστά γεγονότα που ωστόσο υπήρξαν, που μπορούμε να νιώσουμε ανατριχιάζοντας τις τελευταίες εκπνοές της παρουσίας τους. Στο μεταίχμιο όπου το βίωμα δεν έχει μεταλλαχθεί ακόμη εντελώς σε μνήμη, ο Πιομπίνος κατόρθωσε να απαθανατίσει μιαν εποχή.