Γιατί αισθάνεται κανείς, χωρίς και να μπορεί να το εξηγήσει, ακόμη και στοιχειωδώς επαρκής αναγνώστης της ποίησης κι αν είναι, ότι ο Μανόλης Αναγνωστάκης την πολύ αξιοπρεπή θέση που κατέχει (αν και φαίνεται μειωτικός, ο όρος «αξιοπρεπής» στην ουσία είναι μόνο εκφραστικός) δέκα χρόνια μετά τον θάνατό του στον χώρο της νεοελληνικής ποίησης θα τη διατηρεί έστω και αν περάσουν πενήντα ή και εκατό ακόμα χρόνια; Γεγονός που δεν μπορεί να το ισχυριστείς για ποιητές ακόμη και όταν δέκα ή είκοσι χρόνια μετά τον θάνατό τους συνεχίζουν να «υπάρχουν» με σχεδόν αμείωτο το ενδιαφέρον για το έργο τους, ενώ παράλληλα διαβάζονται και επίμονα αναλύονται.

Δύο, κατά τη γνώμη μας, είναι οι λόγοι και θα τους αποσιωπούσαμε αν δεν προέκυπταν ως αποτέλεσμα μιας αυτοσχέδιας σφυγμομέτρησης σ’ έναν χώρο μυημένων και ειδικών βέβαια, αλλά ταυτόχρονα έντιμων και απροκατάληπτων ανθρώπων –όσο τούτο είναι δυνατόν. Για τον πρώτο λόγο, που θα μπορούσε να ισχύσει με τελείως διαφορετικά αποτελέσματα για έναν άλλον ποιητή, στον Αναγνωστάκη όμως φαίνεται να λειτουργεί θετικότατα, είναι κυρίως η ολιγογραφία του. Το σύνολο του ποιητικού του έργου δεν ξεπερνά τον όγκο ενός αξιοπρεπούς τόμου –να τη πάλι η λέξη «αξιοπρέπεια», ιδιαίτερα ενδεικτική ωστόσο για έναν ποιητή αντισυμβατικής ποικιλότροπα συμπεριφοράς που πλούτισε με ένα σπάνιο ήθος λέξεις και έννοιες φθαρμένες και συκοφαντημένες.

Θα έλεγε κανείς, έστω υπερβάλλοντας, πως είναι στις διαστάσεις –το έργο του –ενός τόσο πυκνού, αποφθεγματικού και ταυτόχρονα εύληπτου «λόγου» ώστε εύκολα μπορείς να το αποστηθίσεις ή να το απομνημονεύσεις.

Ακόμη και αν δεν προσφέρονται όλα του τα ποιήματα για μια τέτοιου είδους αποστήθιση ή απομνημόνευση, οι στίχοι που μεταβάλλουν σε πραγματική ανάγκη μια αντίστοιχη λειτουργία σίγουρα μπορούν να θεωρηθούν αντιπροσωπευτικοί του ακέραιου σώματος των ποιημάτων. Δεν είναι μόνο για του λόγου το αληθές που θα παραθέσουμε ορισμένους του στίχους από τις συλλογές «Εποχές», «Εποχές 2», «Εποχές 3», «Η συνέχεια», «Η συνέχεια 2», «Η συνέχεια 3», «Ο στόχος», όσο για την αναγνώριση μιας ηθικής ποιητικά αλληλουχίας όπως αποτυπώνεται στη σύνολη πορεία του ανεξάρτητα από ποιητική και ηλικιακή ωρίμαση.

Παραθέτουμε τους στίχους: «Και προχωρούσα μέσα στη νύχτα χωρίς / Να γνωρίζω κανένα κι ούτε / Κανένας με γνώριζε». «Κι εγώ π’ αγάπησα τα πλοία που σφυρίζουνε στη βραδινήν ομίχλη / Κι εγώ που ήμουν πάντα ένα μαντήλι στο ψηλότερο κατάρτι». «Η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους». «Γιατί η ποίηση δεν είναι ο τρόπος να μιλήσουμε / Αλλά ο καλύτερος τρόπος να κρύψουμε το πρόσωπό μας». «Ορθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους». «Είστε υπέρ ή κατά; / Σκεφτείτε το καλά. Θα περιμένω». «Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ’ξερα τι κάθαρμα ήσουν / Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα / Κοιμού εν ειρήνη, δεν θα ’ρθω την ησυχία σου να ταράξω».

Το μέγεθος της συντριβής

Θα έλεγε κανείς πως η οξεία πολιτική συνείδηση του Μανόλη Αναγνωστάκη πιστώνεται κυρίως σε μια παραδοχή της μοναξιάς ως μιας αμετάτρεπτης υπαρξιακής συνθήκης. Ο Αναγνωστάκης είναι πολιτικός ποιητής με την έννοια ότι η πολιτική συνιστά την ανάληψη μιας ολόπλευρης ευθύνης που όσο υψηλότεροι είναι οι στόχοι της τόσο εντυπωσιακότερο αναγνωρίζεται το μέγεθος της συντριβής του ανθρώπου που την είχε αναλάβει. Εχοντας συλληφθεί και φυλακιστεί ο ίδιος για την πολιτική του δράση από το 1948 ώς το 1951 και έχοντας καταδικαστεί σε θάνατο το 1949, η ποίησή του θα εξελιχθεί σε διαχωρισμό αλλά και σε σχέση με το κορυφαίο αυτό γεγονός της ζωής του. Με την έννοια ότι μια ποίηση που θα αναμενόταν καταγγελτική, οργίλη και επαναστατημένη, διατηρώντας ως μαγιά αλλά και απολύτως εσωτερικοποιημένα τα σχετικά στοιχεία, να διαβάζεται με τη συγκίνηση μιας ανεπιτήδευτης τρυφερής χειρονομίας.

Ακριβώς επειδή εγγυάται με την προσωπική, σωματική οδύνη του ποιητή την ανώμαλη πολιτική συγκυρία, οι πιο δυσβάστακτες συνθήκες ζωής μοιάζουν να αποκτούν την αίγλη και τη νοσταλγία ενός χαμένου παραδείσου. Θα επικαλούνταν κανείς ακόμη και τις φωτογραφίες του Μανόλη Αναγνωστάκη – όπως και ομοϊδεατών του πολιτικά – που ακόμα και στις πιο οδυνηρές περιόδους τής ζωής του, αντί για έναν άνθρωπο βασανισμένο, αποκαλύπτουν ένα αγωνιστικό φρόνημα που πριν διαλάμψει στα ποιήματα το είχε κατεργαστεί ως ανθρώπινη συνείδηση.

Λάτρης του ολιγόστιχου ποιήματος και της ακαριαίας διατύπωσης, δεν είναι τυχαίο ότι δυο βιβλία του, το «Περιθώριο 68-69» (τριών μόλις τυπογραφικών) και το «ΥΓ.» (οκτακοσίων σαράντα λέξεων), θα μπορούσαν να λογαριαστούν ως «κλειδιά» για την «αποκρυπτογράφηση» της ποίησής του – που, προς τιμήν του, δεν τη χρειάζεται καθόλου την αποκρυπτογράφηση αυτή. Κυρίως για την «ερμηνεία» ενός γεγονότος, γιατί άραγε τα σημαντικότερα ποιήματα του Αναγνωστάκη έχουν γραφεί σε ανώμαλες πολιτικά περιόδους της χώρας μας όπως είναι ο Εμφύλιος και η δικτατορία. Χωρίς σαφέστατα να δικαιούται να υποθέσει κανείς ότι ο Αναγνωστάκης θα παρέμενε άλαλος αν ήταν αίφνης Ελβετός ή Σουηδός και χωρίς επιπλέον, κατά καμία έννοια, να τον περιλαμβάνει ο στίχος του Καρυωτάκη (που τον λάτρευε ο Αναγνωστάκης) «υπήρξαμε θύματα του περιβάλλοντος, της εποχής».

Το ανέφελο μέλλον

Αλλωστε ένας ποιητής που έχει γράψει την αποστροφή «Το ιδανικό κάθε επανάστασης: το μέτριο, ήσυχο, ειρηνικό παρόν, το ανέφελο μέλλον» και το αριστουργηματικό ποίημα με τον τίτλο «Αφιέρωση»: «Για τους ερωτευμένους που παντρεύτηκαν / Για το σπίτι που χτίστηκε / Για τα παιδάκια που μεγάλωσαν / Για τα πλοία που άραξαν / Για τη μάχη που κερδήθηκε / Για τον άσωτο που επέστρεψε / Για όλα όσα τέλειωσαν χωρίς ελπίδα πια», σημαίνει πως ως μόνη αειθαλή επανάσταση αναγνωρίζει την ποίηση και τον εαυτό του εξίσου χρεωμένο απέναντι στους συνανθρώπους του να πράξει τόσο σε εμπόλεμες όσο και περιόδους νηνεμίας.

Χωρίς να το έχουμε πλήρως αντιληφθεί, φτάσαμε στον δεύτερο λόγο που θα κάνει, κατά τη γνώμη μας, τον Μανόλη Αναγνωστάκη μια αξιέραστη ποιητικά, αισθηματικά και πολιτικά παρουσία ακόμη και ύστερα από πενήντα ή και εκατό χρόνια. Ακριβώς γιατί τα στοιχεία της καθημερινότητάς του θα έχουν ενσωματωθεί στον μύθο ενός επαναστατημένου, μέσα σε όλες τις καιρικές συνθήκες, ποιητή. Κι όταν λέμε καθημερινότητα, εννοούμε έναν ποιητή που έστερξε και δεν σνομπάρισε την εφημερίδα, το ραδιόφωνο, το περιοδικό (υπήρξε εκδότης ενός βραχύβιου περιοδικού, της «Κριτικής», που έγραψε ιστορία, κάθε άλλο παρά με την έννοια που απέδιδε στη λέξη «ιστορία» ο Ανδρέας Παπανδρέου όταν ήθελε να σχολάσει έναν υπουργό του).

Η αντίφαση

Ο καθαρόαιμος ποιητής και ο «εφήμερος» δημοσιογράφος

Η συνεργασία του Μανόλη Αναγνωστάκη με τις εφημερίδες και τα περιοδικά πήρε μια τέτοια έκταση που της οφείλουμε τον τόμο «Αντιδογματικά» – εκδόθηκε είκοσι χρόνια πριν από τον θάνατό του, το 1985, και περιλαμβάνει κείμενα που έχουν γραφεί από το 1946 ώς το 1977, χωρίς να είναι τα μόνα που έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Αντίθετα, θα χαρακτηρίζαμε την έκδοση αυτή ως μια περιληπτική, αν και πολύ ουσιαστική σταχυολόγηση.

Αν και τα κείμενα αυτά χαρακτηρίζονται από τον ίδιο τον Αναγνωστάκη ως «άρθρα και σημειώματα» (είναι άλλωστε ο υπότιτλος του βιβλίου), τα τριάντα χρόνια που έχουν μεσολαβήσει από την έκδοσή τους και τα σαράντα και εβδομήντα χρόνια από την πρώτη τους δημοσίευση θα έκαναν μετριόφρονα να τα χαρακτηρίσει κανείς σήμερα ως δοκίμια, κυρίως λόγω της πολυσέλιδης συχνά έκτασής τους, αλλά πρωτίστως λόγω του χειρισμού της γλώσσας και ενός συνακόλουθα απολύτως προσωπικού ύφους, με καθαρά τα αναγνωστάκεια χαρακτηριστικά. Αν τώρα συγκρινόμενα με τη δοκιμιογραφία του Γιώργου Σεφέρη και του Οδυσσέα Ελύτη θα υπολείπονταν σε εύρος πνευματικό (άλλο να γράφεις για τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, τον Πάστερνακ και την «Αναγκαιότητα της τέχνης» του Ερνστ Φίσερ και άλλο για τον Μακρυγιάννη, τον Τόμας Ελιοτ και τον Θεόφιλο), είναι κάτι που θα μπορούσε να λογαριαστεί ως μια θυσία από πλευράς του Μανόλη Αναγνωστάκη.

Σαφώς διέθετε τον εξοπλισμό να γράψει κείμενα, για παράδειγμα, για τον Σολωμό ή τον Κάλβο, αλλά ως άνθρωπος του καιρού του προτιμούσε, παραμένοντας χρήσιμος στο παρόν, να ρίχνει τους σπόρους ενός πολιτικά ορθού μέλλοντος, έστω κι αν δεν θα του πιστωνόταν ποτέ οποιαδήποτε μελλοντική ανθοφορία αυτής της ορθότητας. Είναι βέβαιο όμως πως η αντίφαση ανάμεσα στον καθαρόαιμο ποιητή και τον «εφήμερο» δημοσιογράφο, για όποιον συμβαίνει να την εκφράζει, περικλείει πολύ περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης απ’ ό,τι η μονομερής ενασχόληση με το υψηλό και το αιώνιο.

Μανόλης Αναγνωστάκης

Τα ποιήματα 1941-1971

Εκδ. Νεφέλη, 2000, σελ. 192

Τιμή: 16 ευρώ

Μανόλης Αναγνωστάκης

ΥΓ.

Εκδ. Νεφέλη, 1992, σελ. 40

Τιμή: 6 ευρώ