Φαίνεται αδιανόητο να συνεχίζεις να ζεις όταν δεν έχεις καταλάβει ποια υπήρξε η σημασία γεγονότων που διαδραματίστηκαν σε κρίσιμες περιόδους της κοινωνικής ζωής, εθνικά ή παγκόσμια. «Αν ξέραμε, αν ξέραμε…» λέει κάποια στιγμή μια ηρωίδα στις «Τρεις αδερφές» του Τσέχοφ. Οσο κι αν εννοεί ότι η ζωή θα γινόταν πιο υποφερτή σε περίπτωση που γνωρίζαμε για ποιον λόγο έχουμε γεννηθεί, δεν παύει την ίδια ακριβώς σημασία να διατηρούν για το μικρόκοσμό μας περιστατικά που, χωρίς την ίδια φαινομενικά βαρύτητα του θεμελιώδους υπαρξιακού ερωτήματος, προορίζονται να ξεχαστούν.

Τόσο περισσότερο που την τριετία 1995-1997, μέσα στην οποία έχουν δημοσιευτεί τα κείμενα του Κωστή Παπαγιώργη και συγκροτούν τον τόμο με τον τίτλο «Υπεραστικά», θα την χαρακτήριζε κανείς ως μια τριετία εξαιρετικά κρίσιμη. Καθώς μάλιστα δεν μας χρειάζεται καμία άλλη αναφορά παρά μόνο τα κείμενα αυτά για να γνωρίσουμε την ταυτότητα μιας «κρίσης» που έχει άπειρα ονόματα –όσο κι αν ο ίδιος ο Παπαγιώργης, φειδωλός, ή μάλλον εχθρικός για κάθε γενικόλογο χαρακτηρισμό, θα απέφευγε τη λέξη κρίση, ενώ με το ζόρι θα κρατούσε τη λέξη ταυτότητα.

Αν τα κείμενα του Παπαγιώργη παραμένουν αποκαλυπτικά μετά το γράψιμο και τη δημοσίευσή τους, σαν να μην έχει περάσει μια έστω μέρα, ενώ έχουν εκπνεύσει πολλά περιστατικά που τα ενέπνευσαν, οφείλεται σε μια τόσο δυσεξιχνίαστη όσο και απλή αιτία. Ο Παπαγιώργης, όσο τρομακτικό ή ανήκουστο κι αν είναι ένα γεγονός ή μια συμπεριφορά, εκείνο που τον ενδιαφέρει είναι πρωτίστως να καταλάβει και, αφού καταλάβει, να μην αισθανθεί ότι έχει την ευχέρεια να κρίνει και να αποφανθεί. Νιώθει το ακριβώς αντίθετο απ’ ό,τι ένας ιεροκήρυκας ώστε, ακόμα κι αν θα δικαιολογούνταν να εξορμήσει λάβρος, αισθάνεσαι τη σκέψη του να ισορροπεί πάνω από την άβυσσο με την ψυχραιμία του ακροβάτη που ξέρει ότι κι αν ακόμα γκρεμιστεί, το δίχτυ ασφαλείας δεν θα τον αφήσει να σκοτωθεί. Ενας μοναδικός στο είδος του στοχαστής, αφού ο συνδυασμός της μαχόμενης αρθρογραφίας με τη γλυκύτητα της επιφυλλιδογραφίας και την περίσκεψη της δοκιμιογραφίας δημιουργεί ένα μείγμα που κάνει τον λόγο να λειτουργεί κυριολεκτικά ως σωσίβια λέμβος. Ετσι ο Μάρλον Μπράντο μπορεί να αναλύεται ως «ο απροσάρμοστος μορφονιός που θα έπαιζε στην οθόνη όλα τα ανδραγαθήματα που θα ήταν πολύ επικίνδυνα αν τα διέπραττε στην καθημερινή ζωή». Σε αντιδιαστολή με τον παρκαδόρο Ματθαίο Μονσελά (ποιος τον θυμάται;) «που μπορούσε να παίξει όλες τις κωμωδίες των μεταμορφώσεων αρκεί να γινόταν κάτι», αφού ήταν αυτός που πάτησε τη σκανδάλη του περιστρόφου γιατί μια γυναίκα, η Βαγενά, που ήθελε να αυτοκτονήσει δεν έβρισκε τη δύναμη να το κάνει. Για να σημειώσει στην έξοχή του κατακλείδα ο Παπαγιώργης: «Το σημαντικό είναι ότι ο Μονσελάς στο δικαστήριο δεν έμαθε κάτι για το μέρος του εαυτού του που δεν κατανοούσε, αλλά καταστράφηκε εξαιτίας ενός εαυτού –του εγκληματία –που είναι αμφίβολο αν τον αντιπροσωπεύει».

Στην ελλιπέστατη αλυσίδα των δημιουργών που μας απενοχοποιήσανε ως προς τα θέματα με τα οποία μπορεί να καταπιαστεί ένας γραφιάς, ο Κωστής Παπαγιώργης θα αποδειχτεί μελλοντικά ένας πανίσχυρος κρίκος της. Αν ο Γιάννης Τσαρούχης μπορούσε να γράφει «Αγαπώ τη Μαρία Κάλλας και τη Σωτηρία Μπέλλου και δεν αισθάνομαι καθόλου διχασμένος γι’ αυτό» και ο Μάνος Χατζιδάκις να ισχυρίζεται ότι «Το αίσθημα ανθίζει ακόμα και στο ευτελές», ήταν κάτι σύμφωνο με την καλλιτεχνική «αυθαιρεσία» και «ανορθοδοξία» των δύο αυτών δημιουργών. Το ζήτημα με τον Παπαγιώργη είναι ότι δεν καμαρώνει όπως συμβαίνει με τον Τσαρούχη και τον Χατζιδάκι για τον συγκερασμό μιας απόστασης που τους κάνει να φαντάζουν για τον μικροαστό ως κάτι εξωτικό.

Ο Παπαγιώργης ευλαβείται τα εκφραστικά του μέσα όταν γράφει για τον Μάρτιν Χάιντεγκερ και τον Ντοστογέφσκι με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που τα ευλαβείται όταν αναλύει το φαινόμενο της τραγουδίστριας Σωτηρίας Μπέλλου. Κάτι ακόμα περισσότερο: χωρίς κανενός είδους ναρκισσιστικό χαμαιλεοντισμό, αλλά με μια αυθόρμητη αίσθηση συμμετοχής του ίδιου ως κοινού ανθρώπου ώστε ό,τι τρομάζει ως εξαίρεση να φαίνεται πως είναι ο κανόνας. Με αποτέλεσμα είτε γράφει για τον Μάο, είτε για τον πρωτοπρεσβύτερο Μεταλληνό, είτε για τον πρωτοπυγμάχο Μάικ Τάισον, είτε για το σκηνοθέτη Θοδωρή Γκόνη, μ’ ένα κείμενο δυόμισι συνήθως σελίδων και περίπου πεντακοσίων πενήντα λέξεων, να συμβαίνει τούτο το πρωτοφανές: μαζί με το πρόσωπο και τις ακριβείς ανθρώπινές του διαστάσεις, να γίνεσαι συνένοχος σε μια μυθολογία, με συνέπεια να τοποθετείσαι μέσα σ’ ένα μυθιστορηματικό σύμπαν ώστε όλους τους ανθρώπους που κινούνται γύρω σου να τους οικειώνεσαι αυθορμήτως ως προς αυτό που πραγματικά είναι και καθόλου ως προς αυτό που φαίνονται να είναι.

Και όσον αφορά τα πρόσωπα, ενδεχομένως μια αντίστοιχη προσέγγιση να είναι κάτι εφικτό για έναν ταλαντούχο άνθρωπο. Εκπλήσσεσαι όμως όταν η προσέγγιση αυτή αφορά θέματα της ιδιωτικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής που εκτείνονται από τις ερωτικές και τις συζυγικές σχέσεις ώς τα διημερεύοντα και διανυκτερεύοντα νοσοκομεία όπου «δεν χρειάζεται να στήσεις καραούλι για να δεις το επείγον και ενίοτε μοιραίο περιστατικό» ή ώς τους τηλεοπτικούς πολιτικούς όπου «η τηλεοπτική δυνατότητα λειτουργεί αυτόχρημα σαν πολιτικό επιχείρημα».

Κωστής Παπαγιώργης

Υπεραστικά

Πρόλογος: Ζυράννα Ζατέλη

Εκδ. Καστανιώτη, 2014, Σελ. 432

Τιμή: 17 ευρώ