«ΚΑΘΩΣ ΕΙΣΧΩΡΟΥΣΕ ΜΕΣΑ ΤΗΣ, ΚΑΤΑΛΑΒΕ ΟΤΙ
ΑΥΤΟ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΚΑΝΕΙ: ΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ ΣΕ ΤΡΥΦΕΡΗ
ΕΠΑΦΗ, ΔΙΧΩΣ ΝΑ ΧΑΝΕΙ ΤΗΝ ΠΕΡΗΦΑΝΙΑ,
ΤΗΝ ΑΞΙΟΠΡΕΠΕΙΑ Η ΤΟΝ ΑΝΔΡΙΣΜΟ ΤΟΥ»
M πορεί να είναι ο πόθος τρυφερός; «Στη δημοκρατία του αγγίγματος», εκεί όπου οι ψυχές συνομιλούν χωρίς πουριτανικούς ενδοιασμούς, οι καρδιές αναζητούν ανενδοίαστα το σεξ στο πάτωμα μιας καλύβας, καθώς οι λέξεις «έτοιμες από τα πριν, ρουφούν όλη την ικμάδα της ζωής από τα πράγματα», ο πολιτισμός φλερτάρει με το παράλογο, ο παλιός κόσμος με τη βιομηχανική φρίκη και το χρήμα γίνεται από την ταξικά διαρθρωμένη κοινωνία ο συμπληρωματικός όρος του έρωτα, ναι εκεί, στην επανάσταση των σωμάτων, όλα είναι- ή μοιάζουν- εφικτά! Εξαρτάται από το πόσο καλός συγγραφέας ή, γενικότερα, αφηγητής είσαι.

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Βρετανού συγγραφέα, Ντ. Χ. Λώρενς, «Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι» (στα ελληνικά κυκλοφόρησε πρόσφατα και από τις εκδόσεις Μεταίχμιο) έγινε περισσότερο γνωστό για το σκάνδαλο που προκάλεσε στα χρηστά πουριτανικά ήθη η απερίφραστα ερωτική του γλώσσα παρά για το πιο σύνθετο περιεχόμενό του με την πληθώρα των πολιτικών αναφορών. Γραμμένο σε μια εποχή (1926- 1928) που ο συγγραφέας ένιωθε βαθιά απογοητευμένος από τις πολιτικές εξελίξεις και την αποτυχία των μεγάλων κινητοποιήσεων (γενική απεργία) για την προάσπιση των εργασιακών δικαιωμάτων, επιλέγει για πρωταγωνιστές της τολμηρής και αντισυμβατικής ερωτικής ιστορίας του ένα ζεύγος αντιθέτων: τη σύζυγο ενός ανάπηρου βαρονέτου (Κλίφορντ Τσάτερλι), τη νεαρή Κονστάνς, και τον δασοφύλακα του αγροκτήματος, φιλοδοξώντας να αποτελέσουν τα σύμβολα ενός νέου κώδικα ηθικής που προτάσσει το προσωπικό στους συλλογικούς κώδικες και εμβολίζει με τη δυναμική του πάθους τα στερεότυπα της βιομηχανικής κοινωνίας. Το σώμα προτάσσεται στον αγώνα εναντίον των κοινωνικών ταμπού, ο συγγραφέας αναζητά τις «πιο απόκρυφες γωνιές της ζωής… εκεί όπου φουσκώνει και τραβιέται η παλίρροια της αισθαντικής γνώσης των πραγμάτων, φέρνοντας κάθαρση και ανανέωση», οι αναγνώστες απολαμβάνουν μερικές από τις πιο καλογραμμένες και αισθησιακές σκηνές στη σύγχρονη πεζογραφία πριν από την ισοπεδωτική έλευση των κάθε λογής κλισέ, αλλά ο συγγραφικός λόγος παραμένει διχασμένος ανάμεσα στην ερωτική και πολιτική του τόλμη,

D. Η. Lawrence

Ο ΕΡΑΣΤΗΣ ΤΗΣΛΑΙΔΗΣ ΤΣΑΤΕΡΛΙ

ΜΤΦ. ΓΙΩΡΓΟΣ ΤΖΗΜΑΣ, ΕΚΔ.

ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2005, ΣΕΛ. 496, ΤΙΜΗ: 6 #

και η προβολή, πόσο μάλλον η σύζευξη, δεν επιτυγχάνεται.

Η σκανδαλολογία

Μένοντας απαγορευμένο για πολλά χρόνιαστην Αγγλία κυκλοφόρησε τελικά το 1960- το μυθιστόρημα του Λώρενς σχεδόν απορροφήθηκε από τη σκανδαλολογία που το περιέβαλλε και ο ανατρεπτικός έρωτας του θεματικού του πυρήνα κινδύνευσε να χάσει στη συνείδηση των αναγνωστών- και μάλλον όχι μόνον – και την ανατρεπτική του λειτουργία, και τις τυχόν συμβολικές του προεκτάσεις, αλλά και τις εννοιολογικές συνιστώσες που τον «έδεναν» με το αφηγηματικό αλλά και κοινωνικό του περιβάλλον. Η ικμάδα και η ρώμη της διαμαρτυρίας χάθηκαν και ο «Εραστής της Λαίδης Τσάτερλι» συρρικνώθηκε στα μέτρα της σκανδαλολογικής φήμης του, σ΄ ένα τολμηρό ή ηδονοβλεπτικό αφήγημα. Κλισέ που παγιώθηκε όταν στη δεκαετία του ΄80 μεταφέρθηκε στην οθόνη με πρωταγωνίστρια τη Σύλβια Κρίστελ και με όλον τον μετωνυμικό αισθησιασμό μιας Εμμανουέλας!

Η ανάγνωση του βιβλίου του Λώρενς ευτύχησε περισσότερο στα χέρια της Πασκάλ Φεράν και στην ταινία «Λαίδη Τσάτερλι» που κέρδισε πέντε από τα βραβεία Σεζάρ (τα γαλλικά Όσκαρ) και σε λίγες μέρες θα δούμε και στις ελληνικές αίθουσες. Διαβάζοντας δημιουργικά το συγγραφικό της πρότυπο (μάλιστα η σκηνοθέτις δεν περιορίσθηκε στο γνωστό μυθιστόρημα αλλά συνυπολόγισε και μια δεύτερη, λιγότερο γνωστή, εκδοχή της ιστορίας, πάλι από τον Ντ. Χ. Λώρενς) η Φεράν πλάθει μια ελλειπτική αλλά απολαυστική κινηματογραφική αφήγηση, επικεντρωμένη στα κυρίαρχα πρόσωπα και θέματα, δομημένα με τρόπο που να μη χάνουν ούτε στιγμή τον λειτουργικό τους ρόλο στην κινηματογραφική ιστορία και να φαντάζουν παράταιρα δάνεια. Φωτογραφία, κοστούμια (δύο από τα πέντε βραβεία Σεζάρ) αλλά και μουσική έχουν τον δικό τους ορατό συμπληρωματικό ρόλο στη διήγηση, δίχως να συμψηφίζονται με τους διαλόγους: εκεί όπου ο λόγος σταματά, την ιστορία προωθούν (δεν διακοσμούν) η εικόνα, το κοντινό πλάνο, λίγες νότες, μια σύντομη μουσική φράση, το φόρεμα που ανασηκώνεται μέχρι την αρχή της κάλτσας, το χέρι της γυναίκας, το σβέρκο του άνδρα.