Οταν πρωτοκυκλοφόρησαν οι φωτογραφίες με τη νέα, ταμπλόιντ πια, μορφή τής «Guardian» πριν μια εβδομάδα, το ανέκδοτο μεταξύ των δημοσιογράφων ήταν ένα: «Es ist kein Berliner» («Αυτό δεν είναι Berliner»). Το λογοπαίγνιο με την πασίγνωστη φράση του Τζον Κένεντι το 1963 και του προηγούμενου μεγέθους της εφημερίδας (Berliner ονομάζεται το μέγεθος ανάμεσα στο μεγάλο σχήμα και τα ταμπλόιντ) έφερε πικρά χαμόγελα στους λειτουργούς του Τύπου, που γνωρίζουν πως οι ιδιοκτήτες των εφημερίδων ψάχνουν τα τελευταία χρόνια το νέο επιχειρηματικό μοντέλο. Διότι στη βιομηχανία του Τύπου, όπου κάποτε κάθε ανασχεδιασμός γινόταν αντικείμενο συζήτησης και χρησίμευε ως πρόκληση για τους υπολοιπους, όλοι το ξέρουν καλά: Οι ανασχεδιασμοί πλέον δεν γίνονται για να πωληθούν περισσότερα αντίτυπα. Γίνονται για να εξοικονομηθούν χρήματα.

Καθώς όλες οι εφημερίδες στη Βρετανία, πια, είναι ταμπλόιντ, η «Guardian» θα τυπώνεται σε άλλα πιεστήρια και θα σταματήσει την χρήση των δικών του (που είχαν αγοραστεί έναντι 90 εκατ. ευρώ). Αυτό θα μειώσει σημαντικά το κόστος. Πέρσι η βρετανική εφημερίδα παρουσίασε ζημιές ύψους 51 εκατ. ευρώ, αναζωπυρώνοντας τις συζητήσεις για το εάν θα πρέπει η έντυπη έκδοση να καταργηθεί, στην εποχή της υψηλής τεχνολογίας.

Και οι αναγνώστες; Που είναι πλάσματα της συνήθειας, πώς αντιδρούν; Οταν το Βerliner μέγεθος της «Guardian» καθιερώθηκε το 2005, πολλα ήταν τα παράπονα. Τώρα, 12,5 χρόνια αργότερα, τα σχόλια των αναγνωστών στο Διαδίκτυο είναι αποθεωτικά γι’ αυτό που καταργήθηκε και γεμάτα επιφύλαξη για τον νέο σχεδιασμό. Πώς θα αντιδράσουν όμως, εάν καταργηθεί η έκδοση που πιάνουν στα χέρια τους και ξεφυλλίζουν;

Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που ταλανίζει τη βιομηχανία του Τύπου τα τελευταία χρόνια. Και ο καθένας το απαντά όπως μπορεί.

Η μεγαλύτερη εφημερίδα της Ισπανίας «El Pais» για παράδειγμα: Τον Απρίλιο του 2016, ο διευθυντής της Αντόνιο Κάνιο με ανοικτή του επιστολή –η οποία προκάλεσε σοκ, είναι η αλήθεια –ανακοίνωσε ότι οι εφημερίδες έχουν πεθάνει και ότι το δικό του έντυπο θα υποβληθεί σε μεγάλες αλλαγές πριν σταματήσει να κυκλοφορεί και μετατραπεί σε ψηφιακή εφημερίδα. Ακολούθησε πλήρης αλλαγή του τρόπου λειτουργίας. Αντί να κρατούν τις αποκλειστικές πληροφορίες για την έντυπη έκδοση, αποφάσισαν να αναρτούν τα πάντα στην ιστοσελίδα τους στη διάρκεια της ημέρας δωρεάν. Ετσι η εφημερίδα της επόμενης ημέρας είναι, ουσιαστικά, μια συλλογή με τα καλύτερα κομμάτια που ήδη έχουν δημοσιοποιηθεί στο Διαδίκτυο αρκετές ώρες νωρίτερα. Αποτέλεσμα; Οι πωλήσεις της εφημερίδας μειώνονται δραματικά. Τώρα πολλοί καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι αυτή ήταν μια λάθος προσέγγιση.

Ποια είναι όμως η σωστή; Μέχρι στιγμής μόνο η «Washington Post» φαίνεται να αντιστέκεται. Στα τέσσερα χρόνια αφότου την αγόρασε ο Τζεφ Μπέζος της Αmazon έναντι 250 εκατ. δολαρίων, η έγκυρη αμερικανική εφημερίδα δείχνει να αναζωογονήθηκε. Η επισκεψιμότητα στην ιστοσελίδα της έχει διπλασιαστεί, ξεπερνώντας ακόμα και τους «New York Times». Πλέον πουλά το περιεχόμενό της σε άλλες ιστοσελίδες –κίνηση η οποία, σύμφωνα με υπολογισμούς, μπορεί να αποφέρει έως και 100 εκατ. δολάρια τον χρόνο.

Ομως όλα τα άλλα παραδείγματα από τον χώρα του Τύπου είναι αποθαρρυντικά. Στη Λατινική Αμερική, για παράδειγμα, προκάλεσε σοκ η είδηση ότι η λεγόμενη «βίβλος του αθλητισμού», το αργεντίνικο περιοδικό «El Grafico» έκλεισε ένα χρόνο πριν συμπληρώσει έναν αιώνα ζωής. Το αθλητικό περιοδικό, που είχε πουλήσει 690.998 φύλλα μετά τη νίκη της Αργεντινής στο Μουντιάλ του 1986, έφθασε να πουλά την τελευταία εβδομάδα μόλις 17.000 αντίτυπα και να φιλοξενεί ελάχιστες διαφημίσεις. Η πορεία του είχε αποφασισθεί.

Οσα έντυπα δεν κλέινουν προσπαθούν να εξοικονομήσουν χρήματα. Για παράδειγμα, η «Wall Street Journal», η μεγαλύτερη σε κυκλοφορία εφημερίδα στις ΗΠΑ (2,2 εκατ. συνδρομές μεταξύ των οποίων 1,2 εκατ. ψηφιακές), αποφάσισε στα τέλη του περασμένου χρόνου να σταματήσει τις εκδόσεις της στην Ευρώπη και την Ασία –σε αυτές τις περιοχές θα κυκλοφορεί πλέον η αμερικανική έκδοση.

Κάτι ανάλογο είχε συμβεί με την πορεία της «International Herald Tribune», μιας εφημερίδας που επί πολλά χρόνια αποτελούσε απαραίτητο ανάγνωσμα για όσους ήθελαν σφαιρική διεθνή ενημέρωση. Το 2002 οι «New York Times» την αγόρασαν, της άλλαξαν το όνομα σε «Global Edition of the New York Times», το 2013 μετονομάστηκε σε «International New York Times» και τον Οκτώβριο του 2016 ενσωματώθηκε πλήρως στο φύλλο.

Πριν από 10-15 χρόνια, πολλοί προέβλεπαν το τέλος των εφημερίδων. Οσες έχουν επιβιώσει παραμένουν, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η πιο έγκυρη μορφή ενημέρωσης. Οι πειραματισμοί θα συνεχισθούν, περισσότερο στη μορφή και λιγότερο στο περιεχόμενο. Ταμπλόιντ, Βerliner ή μεγάλο μέγεθος, είναι μέρος μιας κουλτούρας που δύσκολα αλλάζει.