Εδώ και λίγες ημέρες στα βρετανικά σάιτ ευρέσεως εργασίας κυκλοφορεί μια αγγελία του υπουργείου Brexit που ζητά υπάλληλο για το Γραφείο Τύπου. Οι δημοσιογράφοι που καλύπτουν την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ δεν εξεπλάγησαν. Η σύγχυση που επικρατεί γύρω από το θέμα έχει οδηγήσει σε έναν άνευ προηγουμένου βομβαρδισμό του υπουργείου με ερωτήματα από τον εγχώριο και ξένο Τύπο, και τα στελέχη του Γραφείου Τύπου αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στα καθήκοντά τους («δεν απαντάμε σε όλους διότι δεν προλαβαίνουμε», παραδέχεται κατ’ ιδίαν αξιωματούχος του υπουργείου). Βέβαια, ακόμη κι αν η νέα πρόσληψη συμβάλει στο να λυθούν οι απορίες των μίντια, δεν θα γίνει το ίδιο με τις ανησυχίες του επιχειρηματικού κόσμου της χώρας.

Οκτώ χιλιόμετρα ανατολικά της Ντάουνινγκ Στριτ, στις παλιές αποβάθρες του Τάμεση, στο Αϊλ οφ Ντογκς (Νησί των Σκύλων), βρίσκεται το Κανάρι Γουόρφ, μια συνοικία γνωστή ως το «Μανχάταν του Λονδίνου», η οποία στεγάζει σειρά από επιβλητικούς ουρανοξύστες και, μαζί με το Σίτι, αποτελούν το οικονομικό κέντρο της Βρετανίας.

Εναν χρόνο μετά το δημοψήφισμα που έφερε το Brexit στις ζωές μας, η αβεβαιότητα στους κόλπους της «βαριάς βιομηχανίας» του Λονδίνου –τράπεζες, επενδυτικοί οίκοι και ασφαλιστικές εταιρείες –χτυπάει κόκκινο. Ο διευθύνων σύμβουλος του Χρηματιστηρίου του Λονδίνου Ξαβιέ Ρολέ έχει προειδοποιήσει ότι σε περίπτωση ενός κακού Brexit κινδυνεύουν να χαθούν έως 100.000 θέσεις εργασίας στο Σίτι.

Η Τερίζα Μέι έχει διαμηνύσει ότι το σκληρό Brexit, δηλαδή η έξοδος από την ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση της ΕΕ, είναι μονόδρομος. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι εταιρείες του Σίτι θα χάσουν το λεγόμενο «διαβατήριο» (passporting), δηλαδή το δικαίωμα να έχουν απρόσκοπτη πρόσβαση στις αγορές των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών. Σήμερα, οι διεθνείς χρηματοπιστωτικοί όμιλοι χρησιμοποιούν το Λονδίνο ως ευρωπαϊκό κόμβο βασιζόμενοι στην αρχή του διαβατηρίου για να πουλήσουν τις υπηρεσίες τους σε όλη την Ευρώπη. Η Ντάουνινγκ Στριτ διαβεβαιώνει ότι θα επιδιώξει τη μέγιστη δυνατή πρόσβαση των επιχειρήσεων στην ευρωπαϊκή αγορά, αλλά δεν αποκαλύπτει πώς σκοπεύει να το πετύχει και τι παραχωρήσεις είναι έτοιμη να κάνει.

Πώς επηρεάζει την οικονομία αυτό το κλίμα αβεβαιότητας; Αναμφίβολα, όχι θετικά. «Η καταναλωτική πίστη στη Βρετανία βρίσκεται σε πτωτική πορεία. Οι κατασκευές επίσης. Κατά βάση προχωρούν και ολοκληρώνονται έργα τα οποία ξεκίνησαν και χρηματοδοτήθηκαν πριν από τον Ιούνιο του 2016. Ο αριθμός εγκρίσεων χορηγήσεων παρουσιάζει σημαντική πτώση λόγω της εφαρμογής πιο απαιτητικών πιστωτικών κριτηρίων. Αυτά, σε συνδυασμό με την πρόσφατη επιβολή μέτρων επιπρόσθετης φορολογίας για εγχώριους και ξένους επενδυτές, σημαίνουν ότι, μεσοπρόθεσμα τουλάχιστον, πιθανότατα θα έχουμε αρκετές αναταράξεις στον δρόμο προς το Brexit» λέει στα «ΝΕΑ» ο Χρήστος Κρεούζης, οικονομολόγος και επενδυτής ο οποίος δραστηριοποιείται στο Λονδίνο τα τελευταία 16 χρόνια.

Εν μέσω αυτού του θολού τοπίου, το Σίτι αποφάσισε να μη μείνει με σταυρωμένα χέρια. Την περασμένη Τετάρτη αντιπροσωπεία κορυφαίων βρετανών επιχειρηματιών μετέβη στις Βρυξέλλες κουβαλώντας ένα μυστικό σχέδιο για σύναψη συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με τον χρηματοπιστωτικό τομέα της Βρετανίας μετά το Brexit. Στόχος τους ήταν να πείσουν για τα οφέλη της πρότασης όσο το δυνατόν περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες –ήδη η Γερμανία φαίνεται ότι τη βλέπει με καλό μάτι –και αυτές, με τη σειρά τους, να επηρεάσουν την Κομισιόν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων. Το λόμπι αυτό, με επικεφαλής τον Μαρκ Χόμπαν, πρώην υφυπουργό Οικονομικών του Ντέιβιντ Κάμερον, δεν βρίσκεται σε συνεννόηση με την κυβέρνηση. Ωστόσο, σύμφωνα με τους «Φαϊνάνσιαλ Τάιμς», έχει την ανεπίσημη υποστήριξη ανώτερων κυβερνητικών αξιωματούχων.

Το σχέδιο του Σίτι βασίζεται στην αρχή της αμοιβαίας πρόσβασης, δηλαδή στη δυνατότητα των χρηματοοικονομικών εταιρειών της Βρετανίας να λειτουργούν ανεμπόδιστα στις αγορές των υπολοίπων 27 κρατών-μελών της ΕΕ και το αντίστροφο. Αμέσως μετά το δημοψήφισμα, οι βρετανοί επιχειρηματίες άσκησαν ασφυκτικές πιέσεις στην κυβέρνηση για να προστατεύσει το διαβατήριο διατηρώντας, ουσιαστικά, το πλαίσιο της ενιαίας αγοράς, η παραμονή στην οποία βοήθησε το Σίτι να εξελιχθεί σε χρηματοπιστωτικό κέντρο της ΕΕ.

Ωστόσο, τον περασμένο Ιανουάριο, το ισχυρότερο χρηματοοικονομικό λόμπι της Βρετανίας TheCityUK εγκατέλειψε τη διεκδίκηση για διατήρηση του διαβατηρίου. Κι αυτό διότι θεώρησε ότι η πρότασή του δεν είχε καμία τύχη με δεδομένη την εκπεφρασμένη πρόθεση της Τερίζα Μέι για σκληρό Brexit. Αντ’ αυτού, άρχισε να πιέζει για μια συμφωνία περιορισμένου βεληνεκούς που θα έδινε στο Σίτι μερική πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά αποκλείοντας κάποιους κλάδους της βρετανικής οικονομίας.

Μετά την εκλογική κατάρρευση των Τόρις, όμως, τα πράγματα άλλαξαν. Το σημερινό σχέδιο περί αμοιβαίας πρόσβασης είναι ολόιδιο με το διαβατήριο, αλλά πλασάρεται με άλλο όνομα για να είναι πιο εύπεπτο στους Brexiteers, καθώς στην πραγματικότητα ισοδυναμεί με ένα μαλακό Brexit.

Το ενδεχόμενο αυτό έμοιαζε αδιανόητο πριν από τις εκλογές. Σήμερα οι φωνές για ηπιότερη προσέγγιση στο Brexit πληθαίνουν. Ο Σύνδεσμος Βρετανών Βιομηχανιών ζήτησε προχθές την επ’ αόριστον παραμονή στην ενιαία αγορά και την τελωνειακή ένωση και μετά το Brexit (μέσω μεταβατικής συμφωνίας) έως ότου συναφθεί συμφωνία ελεύθερου εμπορίου.

Δημοσιεύματα του βρετανικού Τύπου αναφέρουν ότι δύο κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης, ο υπουργός Brexit Ντέιβιντ Ντέιβις και ο υπουργός Εξωτερικών Μπόρις Τζόνσον, ζήτησαν από τη Μέι να παραβιάσει κάποιες από τις κόκκινες γραμμές της για το Brexit. Σύμφωνα με την «Γκάρντιαν», η διάθεση στην κυβέρνηση έχει αλλάξει δραματικά μετά τις εκλογές, πολλά στελέχη αποδέχονται πλέον ότι θα χρειαστεί ένας συμβιβασμός με την ΕΕ που θα προϋποθέτει ανταλλάγματα από την πλευρά του Λονδίνου (πιθανόν παραχωρήσεις στην εφαρμογή της ελεύθερης μετακίνησης πολιτών και στη συνεισφορά στον κοινοτικό προϋπολογισμό).

Επισήμως, η Ντάουνινγκ Στριτ το αρνείται. Η εκπρόσωπος της Τερίζα Μέι είπε στα «ΝΕΑ» ότι «δεν υπάρχει καμία αλλαγή διάθεσης. Οι διαπραγματεύσεις βρίσκονται σε εξέλιξη και μπορώ να σας διαβεβαιώσω ότι η προσέγγισή μας δεν έχει αλλάξει καθόλου».