Τις τελευταίες ημέρες το Λονδίνο έχει μετατραπεί σε καμίνι. Ο υδράργυρος ξεπέρασε τους 34 βαθμούς Κελσίου και οι Λονδρέζοι που τον χειμώνα λατρεύουν να διαμαρτύρονται για το ψύχος παραπονιούνται για τις υψηλές θερμοκρασίες. Την περασμένη Δευτέρα πολλά καταστήματα ανακοίνωσαν ότι τα αποθέματα σε ανεμιστήρες εξαντλήθηκαν λόγω της άνευ προηγουμένου ζήτησης σε μια χώραόπου τα κλιματιστικά είναι σχεδόν άγνωστη λέξη. Την ίδια ημέρα άρχισαν οι διαπραγματεύσεις για το πιο καθοριστικό γεγονός στη μεταπολεμική ιστορία της Βρετανίας: το Brexit.

Κανονικά, θα ήταν η είδηση του μήνα. Ωστόσο, πέρασε σχεδόν στα ψιλά. Οχι εξαιτίας του καύσωνα, αλλά λόγω της τραγικής επικαιρότητας που επισκίασε οποιοδήποτε άλλο γεγονός: η φονική πυρκαγιά στον Πύργο Γκρένφελ και η νέα τρομοκρατική επίθεση στο Φίνσμπουρι Παρκ (η τέταρτη σε λιγότερο από τρεις μήνες) μετατόπισαν το Brexit στις εσωτερικές σελίδες των εφημερίδων και κάπου στη μέση των τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με το αβέβαιο μέλλον της κυβέρνησης μειοψηφίας της Τερίζα Μέι, έχουν καταστήσει το πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον στη Βρετανία σχεδόν τοξικό. «Καταραμένος τόπος» έγραψε στο facebook ένας έλληνας κάτοικος Λονδίνου. «Είναι η πιο γαμ…νη περίοδος που διανύουμε εδώ και τουλάχιστον 40 χρόνια» μου είπε παλιό στέλεχος των Συντηρητικών. Αυτή ακριβώς η αστάθεια έχει θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπραγματευτική ικανότητα της βρετανίδας πρωθυπουργού στις Βρυξέλλες. Το μαρτυρούν μέχρι και τα δώρα που αντηλλάγησαν: ο υπουργός Brexit Ντέιβιντ Ντέιβις, ο οποίος ηγείται των διαπραγματεύσεων για λογαριασμό του Λονδίνου, χάρισε στον Μισέλ Μπαρνιέ, τον επικεφαλής διαπραγματευτή της Κομισιόν, μια σπάνια έκδοση του βιβλίου «Regards vers l’Annapurna» με θέμα μια εκστρατεία γάλλων ορειβατών στα Ιμαλάια. Ο Μπαρνιέ ανταπέδωσε με ένα παραδοσιακό ξύλινο μπαστούνι ορειβασίας από την πατρίδα του τη Σαβοΐα. Και για όποιον δεν κατάλαβε τη σημειολογία του δώρου, ο 66χρονος Γάλλος είπε να κάνει ακόμη πιο ξεκάθαρο ότι ο δρόμος θα είναι δύσβατος: το Brexit θα έχει «σοβαρές συνέπειες», τόνισε, προσθέτοντας ότι η ΕΕ δεν προτίθεται να κάνει ή να ζητήσει οποιαδήποτε παραχώρηση. «Η Βρετανία αποφάσισε να εγκαταλείψει την ΕΕ, όχι το αντίστροφο. Κάθε πλευρά πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες και τις συνέπειες των αποφάσεών της».

Από την άλλη, ο βρετανός διαπραγματευτής έκανε λόγο για μια «πολλά υποσχόμενη αρχή». Βέβαια, με τις υποσχέσεις δεν τα πάει και πολύ καλά η κυβέρνηση των Συντηρητικών. Φάνηκε την Τετάρτη στη Βουλή των Λόρδων, στην παρουσίαση του κυβερνητικού προγράμματος από το οποίο «εξαφανίστηκαν» μια σειρά από αμφιλεγόμενες προεκλογικές δεσμεύσεις. Φάνηκε ακόμη πιο καθαρά στις Βρυξέλλες, δύο ημέρες νωρίτερα. Η Μέι είχε υποσχεθεί να είναι μια «πολύ δύσκολη γυναίκα» στις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, με το καλημέρα των συνομιλιών το Λονδίνο έκανε την πρώτη σημαντική παραχώρηση: αποδέχθηκε την απαίτηση των Βρυξελλών να μην αρχίσουν οι συζητήσεις για σύναψη εμπορικής συμφωνίας έως ότου σημειωθεί «σημαντική πρόοδος» για τους όρους του διαζυγίου. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι επί μήνες η Ντάουνινγκ Στριτ επέμενε ότι οι συνομιλίες για τα δύο θέματα θα διεξαχθούν παράλληλα.

«Το Λονδίνο έχει συνειδητοποιήσει ότι το ειδικό του βάρος έχει μειωθεί. Οι Βρυξέλλες έχουν το πάνω χέρι λόγω της αποδυναμωμένης θέσης στην οποία βρίσκεται η Μέι στο εσωτερικό της χώρας της», είπε στα «ΝΕΑ» διπλωματική πηγή.

«Η κυβέρνηση μειοψηφίας της Μέι ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με σοβαρά εσωκομματικά προβλήματα. Υπάρχει μία σαφής αλλαγή πλεύσης τουλάχιστον όσον αφορά στη ρητορική του Λονδίνου. Οι πρώτες δηλώσεις του Ντέιβις ήταν συγκαταβατικές και αντίθετες με ό,τι μας είχε συνηθίσει η πρωθυπουργός σχετικά με το »σκληρό» Brexit και το ενδεχόμενο μη επίτευξης συμφωνίας» τόνισε στα «ΝΕΑ» η Χρύσα Λαμπρινάκου, καθηγήτρια Βρετανικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο του Λονδίνου (UCL).

Οι διαπραγματεύσεις για το Brexit άρχισαν ακριβώς έναν χρόνο μετά το δημοψήφισμα του 2016. Εως το φθινόπωρο οι επαφές του Ντέιβις με τον Μπαρνιέ θα γίνονται μία εβδομάδα τον μήνα. Ο ενδιάμεσος χρόνος θα αξιοποιείται για την επεξεργασία των προτάσεων, ενώ σε τακτική επαφή θα βρίσκονται τεχνικά κλιμάκια των δύο πλευρών –ένας όρος που γνωρίζουμε καλά στην Ελλάδα τα τελευταία επτά χρόνια.

Τα δικαιώματα των Ευρωπαίων. Σημαντική πρόοδος σημειώθηκε στο ζήτημα του καθεστώτος των ευρωπαίων μεταναστών, μεταξύ τους και δεκάδες χιλιάδες Ελληνες της Βρετανίας. Η Τερίζα Μέι είπε προχθές το βράδυ στους ηγέτες της ΕΕ, στο δείπνο της Συνόδου Κορυφής στις Βρυξέλλες, ότι εγγυάται τη μόνιμη παραμονή όλων των Ευρωπαίων που ζουν στη Βρετανία (περίπου 3,2 εκατ.) με την προϋπόθεση ότι θα συμβεί το ίδιο για τους 1,2 εκατ. Βρετανούς που διαμένουν στην υπόλοιπη Ευρώπη. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι όσοι Ευρωπαίοι έχουν συμπληρώσει πέντε συναπτά έτη θα αποκτούν αυτομάτως τα δικαιώματα των Βρετανών (διαμονή, εργασία, εκπαίδευση, επιδόματα, υγειονομική περίθαλψη, συντάξεις κ.λπ.). Οσοι βρίσκονται στη χώρα για λιγότερα χρόνια θα μπορούν να παρατείνουν τη διαμονή τους εφόσον το επιθυμούν και μόλις συμπληρώσουν την πενταετία θα αποκτούν κι αυτοί καθεστώς μόνιμου κατοίκου.

Για μία «δίκαιη και σοβαρή πρόταση» μίλησε εκ νέου χθες στις Βρυξέλλες η Τερίζα Μέι. Χλιαρή ήταν η ωστόσο υποδοχή που της επιφύλαξε η ΕΕ. «Η πρώτη μου εντύπωση», υπογράμμισε χθες από τις Βρυξέλλες ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Ντόναλντ Τουσκ, «είναι ότι η βρετανική πρόταση υπολείπεται των προσδοκιών μας και δημιουργεί τον κίνδυνο να επιδεινωθεί η κατάσταση των πολιτών. Ομως η διαπραγματευτική μας ομάδα θα αναλάβει τώρα να αναλύσει την πρόταση αυτή γραμμή προς γραμμή μόλις την παραλάβουμε γραπτώς»

Ανοικτό παραμένει το ποια θα είναι η καταληκτική ημερομηνία μέχρι την οποία θα πρέπει να έχουν εγκατασταθεί στη χώρα οι Ευρωπαίοι που θέλουν να κατοχυρώσουν δικαίωμα παραμονής. Η Μέι είπε ότι θα πρόκειται για μια ημερομηνία μεταξύ της 29ης Μαρτίου 2017 (ημέρα ενεργοποίησης του άρθρου 50), όπως ζητά εδώ και καιρό το Λονδίνο, και της ημέρας που θα υλοποιηθεί το Brexit (πιθανότατα η 29η Μαρτίου 2019), όπως θέλουν οι Βρυξέλλες. Προβλέπεται, ακόμη, μια διετής «περίοδος χάριτος» για όσους έρθουν στη Βρετανία μετά την καταληκτική ημερομηνία, οι οποίοι υπό προϋποθέσεις θα μπορούν να διεκδικήσουν το δικαίωμα παραμονής.