Εν μέσω μιας ενεργειακής κρίσης που συνεχίζεται τέσσερα χρόνια μετά το πρώτο πυρηνικό ατύχημα του 21ου αιώνα, η Ιαπωνία έδωσε την Τετάρτη το πράσινο φως για την επαναλειτουργία δύο από τους 43 αντιδραστήρες που έχουν απομείνει στη χώρα.

Δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια χάθηκαν σε εισαγωγές πετρελαίου για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας μετά το τσουνάμι που κατέστρεψε τον Μάρτιο του 2011 το πυρηνικό εργοστάσιο Φουκουσίμα-Νταΐτσι.

Αστρονομικά ποσά διατέθηκαν επίσης για την αναβάθμιση των συστημάτων ασφάλειας στους πυρηνικούς σταθμούς. Έντεκα από τους συνολικά 54 αντιδραστήρες της χώρας έκλεισαν λόγω ηλικίας.

Όπως αναφέρει το Reuters, παρά την αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος κατά 20% μετά το ατύχημα, οι περισσότερες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι οι πολίτες διαφωνούν με την επιστροφή στην πυρηνική ενέργεια με αναλογία δύο προς ένα.

Λόγω του ατυχήματος αλλά και των προβλημάτων στη διαχείριση της κρίσης, πολλοί πιστεύουν πλέον ότι η πυρηνική ενέργεια είναι υπερβολικά επικίνδυνη για μια τόσο σεισμογόνο χώρα.

Την Τετάρτη, η αρμόδια ρυθμιστική αρχή ενέκρινε την επαναλειτουργία των δύο αντιδραστήρων του πυρηνικού σταθμού του Σεντάι στη νοτιοδυτική Ιαπωνία, ιδιοκτησίας της Kyushu Electric Power Co. Το εργοστάσιο συμμορφώνεται με τις νέες προδιαγραφές ασφάλειας, θα υποβληθεί όμως σε περαιτέρω ελέγχους πριν από την ενεργοποίηση του πρώτου αντιδραστήρα τον Ιούλιο και του δεύτερου τον Σεπτέμβριο.

Θα είναι μια καλή εξέλιξη για την Kyushu Electric, έπειτα από μια τετραετία σημαντικών οικονομικών ζημιών.

Τον περασμένο μήνα, τοπικό δικαστήριο απέρριψε το αίτημα κατοίκων να ματαιωθεί η επαναλειτουργία του Σεντάι λόγω κινδύνου από κοντινά ηφαίστεια. Η επαναλειτουργία του εργοστασίου εγκρίθηκε εξάλλου από τις τοπικές αρχές.

Στο μεταξύ, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα προτείνει την άρση της διαταγής εκκένωσης για μεγάλο μέρος της περιοχής γύρω από το κατεστραμμένο πυρηνικό εργοστάσιο Φουκουσίμα Νταΐτσι.

Περίπου 160.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους λόγω της διαρροής ραδιενέργειας. Οι κάτοικοι άρχισαν να επιστρέφουν πέρυσι στις λιγότερο επιβαρυμένες περιοχές και δεκάδες χιλιάδες θα μπορούσαν να ακολουθήσουν μέχρι το 2017. Ορισμένες περιοχές, όμως, θα πρέπει να παραμείνουν ακατοίκητες για δεκαετίες.