Η γερμανική κυβέρνηση θέλει να εξοπλίσει τους Κούρδους του Ιράκ στη μάχη κατά των τζιχαντιστών του «χαλιφάτου». Η απόφαση αλλάζει την έως τώρα πολιτική που ακολουθούσε η Γερμανία στις εξαγωγές όπλων.

Οι χθεσινές εκλογές στη Σαξονία της Ανατολικής Γερμανίας ήταν και ο λόγος για τον οποίο η γερμανική κυβέρνηση ανέβαλε για μερικές ημέρες την επισημοποίηση μιας απόφασης που είχε ληφθεί ήδη από τα μέσα της περασμένης εβδομάδας: να ενισχυθούν οι Κούρδοι στο Βόρειο Ιράκ όχι μόνο με ανθρωπιστική βοήθεια αλλά και με γερμανικά όπλα προκειμένου να ανακόψουν την προέλαση των τζιχαντιστών του «χαλιφάτου» (ΙSIS) στη Συρία και στο Ιράκ.

Οι προετοιμασίες έχουν γίνει. Η γερμανική αεροπορία έχει μεταφέρει ήδη στο Βόρειο Ιράκ περίπου 180 τόνους ανθρωπιστικής βοήθειας (φάρμακα, τρόφιμα, κλινοσκεπάσματα).

Σύμφωνα με δημοσιογραφικές πληροφορίες, έτοιμα προς μεταφορά είναι επίσης 4.000 αλεξίσφαιρα, γιλέκα και κράνη, 700 πομποί, 680 θερμικές κάμερες, κιάλια νυκτός και ναρκαλιευτικός εξοπλισμός. Σε αυτά θα προστεθούν όπλα και αντιαρματικά για τις επιχειρήσεις των Κούρδων κατά των μαχητών του ISIS. Ποια και πόσα αποφασίστηκε χθες το βράδυ σε σύσκεψη που είχε η Ανγκελα Μέρκελ με υπουργούς.

Η καγκελάριος θα ενημερώσει σήμερα τη γερμανική Βουλή για τις αποφάσεις της κυβέρνησής της. Στην Μπούντεσταγκ, τα δύο κόμματα του μεγάλου συνασπισμού διαθέτουν τέτοια πλειοψηφία ώστε δεν χρειάζεται να πονοκεφαλιάζουν για τους ελάχιστους βουλευτές της συμπολίτευσης που δεν ακολουθούν την κυβερνητική γραμμή. Η γερμανική Βουλή, και να ήθελε, δεν θα μπορούσε να ακυρώσει την απόφαση της κυβέρνησης. Παρ’ όλα αυτά, η Μέρκελ επέλεξε την προ ημερήσιας διάταξης συζήτηση στη γερμανική Βουλή. Οχι γιατί φοβάται την αντιπολίτευση –Αριστερά και Πράσινους –που είναι κατά του εξοπλισμού των Κούρδων, αλλά γιατί θέλει να μεταπείσει την πλειοψηφία των γερμανών πολιτών, τα δύο τρίτα των οποίων δηλώνουν στις δημοσκοπήσεις ότι είναι κατά των εξαγωγών όπλων στη Μέση Ανατολή.

Οι διαφωνίες. Για την κυβέρνηση του Βερολίνου ο βασικός λόγος που οδηγεί στην απόφαση να ενισχύσει τους Κούρδους είναι οι σφαγές Γιαζίντι και χριστιανών από τους τζιχαντιστές του ISIS. Μπορεί να θεωρηθούν και «γενοκτονία» είπε προ ημερών η Μέρκελ. Με το ίδιο επιχείρημα είχε αποφασίσει η κυβέρνηση Σρέντερ τη συμμετοχή της Γερμανίας στους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ στον πόλεμο του Κοσόβου πριν από 15 χρόνια. Τότε ήταν η πρώτη εμπλοκή της Γερμανίας σε πολεμικές επιχειρήσεις.

Τώρα, με τον εξοπλισμό των Κούρδων, ανατρέπεται το δόγμα για τις εξαγωγές γερμανικών όπλων. «Η απόφαση της κυβέρνησης είναι λανθασμένη και παραβιάζει το διεθνές δίκαιο» λέει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γκρέγκορ Γκίζι. Το κόμμα του, Η Αριστερά, ζητά να απαγορευθούν οι εξαγωγές γερμανικών όπλων.

Τα γερμανικά οπλικά συστήματα είναι περιζήτητα, η Γερμανία είναι τρίτη στη σειρά χώρα –μετά τις ΗΠΑ και τη Ρωσία –στις εξαγωγές όπλων.

Η έγκριση της εξαγωγής όπλων δίνεται στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων, όπως να μην πηγαίνουν σε χώρες που βρίσκονται σε εμπόλεμη σύρραξη. Το Ισραήλ για ιστορικούς λόγους αποτελούσε πάντα εξαίρεση. Αλλά στο μεταξύ χώρες όπως η Σαουδική Αραβία και το Κατάρ που στηρίζουν σήμερα τους τζιχαντιστές του «χαλιφάτου» έγιναν σταθεροί πελάτες της γερμανικής πολεμικής βιομηχανίας, όπως είναι η Krauss-Maffei που κατασκευάζει τα τεθωρακισμένα Λέοπαρντ.

«Μεμονωμένη περίπτωση». Η Μέρκελ είχε προϊδεάσει ήδη από το 2011 για τη στροφή στην πολιτική εξοπλισμών. Μιλώντας τότε στην ηγεσία των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων, είχε τονίσει ότι στόχος είναι να καταστούν οι εταίροι «ικανοί για τη διατήρηση και την αποκατάσταση της ασφάλειας και της ειρήνης». Αυτή τη γραμμή ακολουθεί τώρα εξοπλίζοντας τους Κούρδους του Ιράκ.

Η υπουργός Αμυνας Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επιμένει ότι δεν πρόκειται για «αυτοματισμό» στη διάθεση γερμανικών όπλων, η περίπτωση των Κούρδων είναι «μεμονωμένη». Ωστόσο, για πρώτη φορά η Γερμανία αποφασίζει να διαθέσει όπλα σε μια εμπόλεμη περιοχή ενισχύοντας ένα μέρος των εμπολέμων που δεν ανήκει στους παραδοσιακούς συμμάχους της χώρας, μολονότι το Βερολίνο διαφωνεί και με τους γενικότερους πολιτικούς στόχους που ακολουθεί η αυτονομιστική κυβέρνηση του Μασούντ Μπαρζανί.