Βγήκε σχεδόν τρεκλίζοντας στην ακτή. Τη Δευτέρα το απόγευμα μία ακόμη αμερικανίδα συνταξιούχος με γερή δόση αντηλιακού αναδυόταν από τα γαλήνια νερά του Κι Ουέστ της Φλόριδας. Η γλώσσα όμως και ακόμη περισσότερο τα χείλη της Νταϊάν Νιαντ ήταν πρησμένα, το στόμα της γεμάτο γρατσουνιές και το πρόσωπό της κυριολεκτικά ψημένο από τον ήλιο και τις δεκάδες ώρες στο θαλασσινό νερό. Εντελώς εξαντλημένη, η 64χρονη Νιαντ ίσα που μπορούσε να ανοίξει τα μάτια της για να δει το πλήθος που επευφημούσε τον άθλο της. Ηταν η πρώτη φορά που πατούσε τα πόδια της στο έδαφος από την ώρα που βούτηξε στα κύματα της Μαρίνα Χέμινγουεϊ, στην Κούβα, πριν από δύο ημέρες και πέντε ώρες. Επειτα από τέσσερις αποτυχημένες προσπάθειες, η Νιαντ τα κατάφερε: κολύμπησε 177 χλμ. χωρίς σταματημό, αψηφώντας τους καρχαρίες, φορώντας μόνο μία μάσκα σιλικόνης –ύστατη προσπάθεια να αποφύγει τις μέδουσες, που δεν την άφηναν τόσα χρόνια να φθάσει στην Ιθάκη της. Και απέδειξε ότι δεν υπάρχει όριο ηλικίας για να κατακτήσεις τα όνειρά σου.

ΜΗΝΥΜΑΤΑ. «Εχω τρία μηνύματα», είπε αργά, με φωνή τρεμάμενη, μόλις βγήκε στην ακτή: «Πρώτον, δεν πρέπει ποτέ, μα ποτέ, να εγκαταλείπουμε τη μάχη. Δεύτερον, δεν είσαι ποτέ μεγάλος για να κυνηγήσεις τα όνειρά σου. Και τρίτον, το κολύμπι είναι ομαδικό άθλημα, έστω και αν φαίνεται μοναχικό». Ολες αυτές τις ατέλειωτες ώρες στο νερό η Νιαντ είχε πίσω της μία μεγάλη ομάδα υποστήριξης: 35 ανθρώπους σε πέντε σκάφη, περιλαμβανομένου ενός πνευμονολόγου για την αντιμετώπιση τυχόν κρίσης άσθματος, ενός ειδικού σε τσιμπήματα μέδουσας, τριών επίσης ανθρώπων που την ακολουθούσαν με καγιάκ, καθώς και μιας ομάδας δυτών, εξοπλισμένων με ειδικά ηλεκτρικά όπλα που κρατούσαν τους καρχαρίες μακριά της. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο η Νιαντ κολυμπούσε πλαισιωμένη από ένα ηλεκτρικό δίχτυ το οποίο αντλούσε ενέργεια από τα σκάφη.

ΟΙ ΚΥΒΟΜΕΔΟΥΣΕΣ ωστόσο ήταν για τη Νιαντ, και για όποιον κολυμπά σε αυτά τα νερά, το μεγαλύτερο πρόβλημα. Το συγκεκριμένο είδος θεωρείται από τα πιο δηλητηριώδη όντα του πλανήτη και το τσίμπημά της μπορεί να είναι θανατηφόρο –περίπου 40 άνθρωποι εκτιμάται ότι χάνουν τη ζωή τους κάθε χρόνο από τσίμπημα κυβομέδουσας. Εκτός από την ειδική προστατευτική μάσκα, η Νιαντ φορούσε επίσης μία νάιλον ολόσωμη προστατευτική στολή, ειδικές μπότες και γάντια. Κάπως έτσι κολύμπησε 52 ώρες, 54 λεπτά και 18,6 δευτερόλεπτα, ομολογουμένως με κάποια δυσφορία, λόγω της ειδικής «εξάρτυσης» –και όχι της ηλικίας. «Οταν έφθασα στον προορισμό μου αισθανόμουν φοβερή ευεξία», δήλωσε η ίδια στο αμερικανικό δίκτυο CNN μία ημέρα μετά. Σε κάθε περίπτωση, δείχνοντας τα πρησμένα χείλια της, παραδέχθηκε ότι ήταν «ελαφρώς σακατεμένη».

Παραδέχθηκε επίσης ότι αυτή τη φορά στάθηκε τυχερή. «Τα κύματα ήταν δυνατά. Εξαιτίας της μάσκας για τις μέδουσες έπινα πολύ νερό. Ημουν άρρωστη, χάλια. Ολες αυτές τις 53 ώρες έκανα διαρκώς εμετούς. Δεν είχα πια δύναμη. Αντιλαμβάνεστε ότι εκείνες τις ώρες δεν ονειρευόμουν, βρισκόμουν αντιμέτωπη με μία κρίση. Το Ρεύμα του Κόλπου όμως –ισχυρό και θερμό ρεύμα του Ατλαντικού Ωκεανού, που δημιουργείται στον Κόλπο του Μεξικού και βγαίνει στον ωκεανό από τα Στενά της Φλόριδας –ήταν φίλος μου· και συνήθως δεν είναι».

Ονειρο ζωής

Η Νιαντ το 1975 έκανε κολυμπώντας τον γύρο του νησιού του Μανχάταν και το 1979 κολύμπησε από τις Μπαχάμες ώς τη Φλόριδα, όμως το όνειρό της ήταν ανέκαθεν να διασχίσει το πέρασμα από την Κούβα στη Φλόριδα. Η πρώτη της απόπειρα ήταν το 1978, σε ηλικία 28 ετών και οι άλλες τρεις τα τελευταία δύο χρόνια. Οταν έφτασε κατάκοπη και αφυδατωμένη στην ακτή του Κι Ουέστ δεν πίστευε κι ίδια ότι είχε φτάσει στην Ιθάκη της