Στην περίπτωση του ελληνικού Δημοσίου δεν μπορεί παρά να ζούμε τη μέρα της μαρμότας. Αυτό σκέφτομαι όταν ακούω το νέο σίριαλ περί μονιμοποίησης συμβασιούχων. Αυτή τη φορά το θέμα άνοιξε με αφορμή την αποστροφή του υπουργού Εσωτερικών, Πάνου Σκουρλέτη, κατά τη διάρκεια συζήτησης στη Βουλή, όπως σας έγραψα χθες, σύμφωνα με την οποία πρέπει να εξεταστεί η μετατροπή συμβάσεων σε αορίστου χρόνου όσων καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες.

Τα πυρά της αντιπολίτευσης για ρουσφετολογικές διαδικασίες δεν πτόησαν τον υπουργό, ο οποίος επανήλθε και με χθεσινές δηλώσεις του. Σύνταγμα ή ευρωπαϊκή Οδηγία; Οπου το Σύνταγμα απαγορεύει τις μονιμοποιήσεις συμβασιούχων και η Οδηγία προστατεύει ώστε να μη γίνεται κατάχρηση συμβάσεων.

Αυτό ήταν εν πολλοίς το δίλημμα που έθεσε ο Σκουρλέτης. «Δεν προαναγγέλλουμε μονιμοποιήσεις χιλιάδων συμβασιούχων στο Δημόσιο» είπε. «Να αναλάβουμε μια πρωτοβουλία, όχι μόνο η κυβέρνηση, απευθύνθηκα και στα υπόλοιπα κόμματα της αντιπολίτευσης, να κάτσουμε κάτω και να συμφωνήσουμε σε ένα πλαίσιο κανόνων» πρόσθεσε.

Μόνο που θεωρητικώς ο νόμος Παυλόπουλου είχε κλείσει προ ετών το θέμα. Τότε που θα ήταν η… τελευταία μονιμοποίηση συμβασιούχων. Κάτι αντίστοιχο είχε προαναγγελθεί και επί ημερών παλαιότερων κυβερνήσεων. Με τις καταγγελίες κάθε φορά για τακτοποίηση γαλάζιων και πράσινων παιδιών να δίνουν και να παίρνουν.

Τώρα, δεν ξέρω εάν θα είναι τα παιδιά της «πρώτης φοράς Αριστερά» που θα ωφεληθούν. Αυτό που αναρωτιέμαι είναι πώς υπογράφονται κάθε φορά οι παρατάσεις ή ανανεώσεις ή όπως αλλιώς βαφτίζονται των συμβάσεων, δημιουργώντας διαρκώς ομήρους;