Μέσα σε ασφυκτικό πλαίσιο η νέα μεταβατική ηγεσία της ΝΔ, υπό τον Γιάννη Πλακιωτάκη, αναζητεί τη δική της ισορροπία στο κόμμα και αξιόπιστη λύση για τις εκλογές που θα αναδείξουν αρχηγό. Την ίδια ώρα οι τέσσερις διεκδικητές βάζουν σε εφαρμογή έναν νέο σχεδιασμό, αναμένοντας τη νέα ημερομηνία για τις κάλπες και την αντίδραση της Συγγρού στην πρόσκληση του Αλέξη Τσίπρα και του Προκόπη Παυλόπουλου για πολιτικό διάλογο.

Η πρόσκληση του Μαξίμου, με τη μεσολάβηση του Προεδρικού Μεγάρου, φαίνεται ότι μπορεί να διαμορφώσει ένα πεδίο εσωκομματικής διαμάχης στην αξιωματική αντιπολίτευση –και ήδη οι υποψήφιοι αρχηγοί ακονίζουν τα μαχαίρια τους.

Παρά τις κινήσεις εκτόνωσης του κλίματος από τις διάφορες πλευρές, η ατμόσφαιρα στο γαλάζιο στρατόπεδο παραμένει εκρηκτική καθώς οι τρεις από τους τέσσερις διεκδικητές της ηγεσίας –Κυριάκος Μητσοτάκης, Αδωνις Γεωργιάδης και Απόστολος Τζιτζικώστας –κινούνται προς την κατεύθυνση της σκληρής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση Τσίπρα και ουσιαστικά αμφισβητούν τη δυνατότητα του νέου μεταβατικού αρχηγού να δεσμεύσει το κόμμα με τη συμμετοχή του σε ένα Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών.

ΟΙ ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΕΣ. Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, από την άλλη, κρατά κλειστά τα χαρτιά του και αναμένει το περιεχόμενο της πρωθυπουργικής πρόσκλησης προτού τοποθετηθεί. Αλλά η διαφορετική σε σχέση με τους συνυποψηφίους του στάση που ακολούθησε χθες, ερμηνεύεται από πολλούς ως προαναγγελία ότι δεν προτίθεται να κινηθεί στον ίδιο δρόμο.

Ανάλογη γραμμή φαίνεται να χαράσσει και ο Γιάννης Πλακιωτάκης, ο οποίος απέφυγε να τορπιλίσει εκ των προτέρων μια συνάντηση των πολιτικών αρχηγών και να περιορίσει το κόμμα μόνο προς μία κατεύθυνση.

Με σκληρές παρεμβάσεις, οι Μητσοτάκης, Γεωργιάδης και Τζιτζικώστας ζήτησαν να συγκληθεί η Κοινοβουλευτική Ομάδα της ΝΔ και να ληφθούν αποφάσεις για τη στάση του κόμματος, διαμηνύοντας χωρίς περιστροφές ότι τα αρχηγικά όρια μέσα στα οποία μπορεί να κινηθεί ο Πλακιωτάκης είναι περιορισμένα.

Ο νέος μεταβατικός αρχηγός πάντως επιδίωξε χθες να έχει συμμάχους τουλάχιστον τους πρώην προέδρους του κόμματος για τις αποφάσεις που θα λάβει και για αυτό φρόντισε να συναντηθεί, διαδοχικά, με τον Αντώνη Σαμαρά, τον Κώστα Καραμανλή και τον Κώστα Μητσοτάκη, με τους οποίους συζήτησε και για το σχέδιο απεμπλοκής από το αδιέξοδο που προκάλεσε το πρωτόγνωρο εκλογικό φιάσκο της περασμένης Κυριακής.

Από τον τρίτο όροφο της Λεωφόρου Συγγρού απέφευγαν να σχολιάσουν τις αιχμές των διεκδικητών της ηγεσίας για τον ρόλο του μεταβατικού αρχηγού, ενώ σημείωναν ότι θα συναντηθεί και με τους τέσσερις υποψηφίους. Το αίτημα ωστόσο για μια κοινή συνάντηση ξεπερνά τον Πλακιωτάκη, ακόμη και αν προωθηθεί από την πλευρά του, αφού εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από τους διεκδικητές.

Πηγές από την κομματική έδρα, εξάλλου, σχολίαζαν ότι ακόμη και αν υπάρξει κοινή σύσκεψη των τεσσάρων, αυτή δεν μπορεί να οδηγήσει το κόμμα σε δεσμευτικές αποφάσεις.

ΔΙΕΝΕΞΕΙΣ. «Το Ασφαλιστικό είναι ένα ανοιχτό ζήτημα μηνών και πιστεύω ότι δεν θα ψηφιστεί μέχρι τα Χριστούγεννα. Ο κ. Τσίπρας επιθυμεί να αποκομίσει τακτικά οφέλη αναδεικνύοντας το εσωτερικό πρόβλημα της Νέας Δημοκρατίας.

Δεν θα του κάνουμε τη χάρη. Η ΝΔ θα προσέλθει στη συζήτηση διά του κ. Πλακιωτάκη, ο οποίος δεν έχει την πολιτική εξουσιοδότηση να πάρει κάποια απόφαση για τη ΝΔ. Μέχρι να εκλέξει επόμενο αρχηγό η ΝΔ, τις όποιες αποφάσεις θα τις λάβει η Κοινοβουλευτική Ομάδα.

Συνένοχοι στην ανικανότητα του κ. Τσίπρα δεν θα γίνουμε» ήταν η αντίδραση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την πρωθυπουργική πρόσκληση, ενώ σε παρόμοιο μήκος κύματος κινήθηκαν και οι Τζιτζικώστας και Γεωργιάδης.

Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης πάντως περιορίστηκε χθες στην εσωκομματική διένεξη για το εκλογικό φιάσκο, επιμένοντας στις υπόνοιες για «σαμποτάζ» που στόχευε τη δική του υποψηφιότητα. Παραπέμποντας στην αλληλογραφία που είχε το επιτελείο του με την ΚΕΦΕ, αποποιήθηκε κάθε ευθύνη για τη αναβολή και πρόσθεσε ότι «σε μια περίοδο επικίνδυνων διεθνών ανακατατάξεων, είναι σαφές ότι κάποιοι επιδιώκουν την πολυδιάσπαση του ελληνικού πολιτικού συστήματος και τη διάλυση του μοναδικού μεγάλου κόμματος, της ΝΔ, που αποτελεί την εγγύηση για τη σταθερότητα και την προοπτική της χώρας».