Δεν είναι ούτε ρομαντισμός ούτε αυτό που ονομάζεται ωραιοποίηση του παρελθόντος ούτε συντηρητική ματιά πάνω στην ιστορία μας. Είναι όμως μια απώλεια, ένα πένθος και ένα βαθύ τραύμα στη συλλογική συνείδηση του καθενός που βίωσε κάποτε τελείως διαφορετικά τα κοινοτικά ήθη.

Και αναφέρομαι, μέρες που είναι, στην εμπειρία της Μεγάλης Εβδομάδας, όπως τη βιώσαμε όσοι έχουμε πια μια ηλικία που πρόλαβε να χαρεί το χαροποιό πένθος της ορθόδοξης μεγαλοβδομάδας, της πορείας της «ιστορίας» από τα Πάθη στην Ανάσταση.

Χωρίς να θέλω να προσβάλω κανέναν, θα μιλήσω εδώ για την εμπειρία που ο άνθρωπος ο απλός αγνοεί τα δογματικά θεολογικά προτάγματα και μετέχει σε μια τελετουργική μύηση που συνδυάζει ήθη, έθιμα, μελίσματα, σχέσεις, γεύσεις, αρώματα, χρώματα και μια βαθιά διαθεσιμότητα προσέγγισης του Αλλου ως αγαπώμενου. Ανεξάρτητα από το τι πρεσβεύουν η ορθόδοξη θεολογία και τα δογματικά της ερείσματα, η Μεγάλη Εβδομάδα στα μέρη όπου κάποτε άνθησε ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός διαθέτει μια αποκαλυπτική αίσθηση συνέχειας, τουλάχιστον όσον αφορά το δραματουργικό της ανάπτυγμα.

Εν πρώτοις, όλη η πλοκή και τα «χορικά» της Μεγάλης Εβδομάδας έχουν ως θέμα τραγικά πρόσωπα, όπως ακριβώς το αρχαίο δράμα είχε ως «ήρωες» υβριστές, υπερφίαλους, επηρμένους ανθρώπους, αδελφοκτόνους, αιμομίχτες, μητροκτόνους, πατροκτόνους, παιδοκτόνους, αυτοκτόνους.

Τη Μεγάλη Εβδομάδα η Ορθοδοξία ψάλλει συχνά με υπέροχες μελωδίες παρθένες που αμέλησαν να φτάσουν στον κοιτώνα τον νυφικό, πόρνες, ληστές, προδότες του δασκάλου, υπερφίαλους ηγεμόνες, αργυρώνητους μαθητές. Μια κολασμένη σειρά από θύματα της έκπτωσης, από ψυχές που παραστράτησαν, βούλιαξαν στην ανομία, στον εγωισμό, στην αδιαφορία, στην ακόρεστη ηδονή, στην αρχομανία και όχι σπάνια στην πλάνη.

Ανάμεσα σε αυτήν τη λιτανεία των αμαρτωλών πορεύεται τον μονήρη βίο του προς το πάθος ένας Αθώος. Τόσο Αθώος που στα μάτια των εκπεπτωκότων αυτός εκλαμβάνεται ως το Σκάνδαλο. Εξαίσια έχει εκθέσει αυτή τη διάσταση ο Ντοστογέφσκι στο κεφάλαιο των «Αδελφών Καραμάζοφ» όπου ο ιεροεξεταστής συναντάται με έναν Χριστό που επανέρχεται και τον οδηγεί πάλι στο πραιτώριο και στον Γολγοθά γιατί έρχεται να «σκανδαλίσει» τη δογματική εκκλησιαστική εξουσία και τα γερά ιδρυματικά της θεμέλια.

Ναι, η ορθόδοξη Μεγάλη Εβδομάδα είναι μια αναπτυγμένη τετραλογία όπως τα αισχυλικά πρότυπα. Τρεις τραγωδίες και ένα σατυρικό δράμα.

Στην τριλογία, την τραγική, ο Αθώος πορεύεται συνειδητά προς το εκούσιο πάθος προδομένος από τον Μαθητή, αρνημένος από τον άλλο μαθητή, μέσα από μια ακολουθία πορνών που «πολύ ηγάπησαν», παραπλανημένων που έχασαν τον δρόμο τους, ληστών που μετάνιωσαν και ληστών που χλευάζουν, ελεημόνων συνανθρώπων που ανακουφίζουν τον κατάδικο και μισθοφόρων στρατιωτών που παίζουν στα ζάρια τον χιτώνα του καταδίκου.

Είναι η ίδια ακολουθία αμαρτωλών που συναντάμε στο αρχαίο μυθικό Αργος και στην αρχαία μυθική Θήβα. Οιδίποδες, Ορέστες, Αντιγόνες, Κρέοντες, Αίαντες, Ηρακλείς, Κλυταιμνήστρες, Ηλέκτρες, Αίγισθοι και όλοι οι παραβάτες πρόγονοί τους: μοιχοί, παιδόφιλοι, ιερόσυλοι, ανθρωποφάγοι, κλέφτες και κλεπταποδόχοι. Η ανθρωπότητα μέσα στον ζοφερό ορίζοντα της κοιλάδας των Ειδώλων ή της κοιλάδας των Κλαυθμών.

Οπως στο αρχαίο δράμα το αισχυλικό «πάθει μάθος» αποτελεί τον άτεγκτο κανόνα βίου που οδηγεί στην Κάθαρσιν, έτσι και μέσω του Πάθους και των Παθών ο νέος άνθρωπος της ιστορίας θα φτάσει και θα αναγεννηθεί με την ανάσταση νεκρών. Και εδώ ας μου επιτραπεί να επιχειρήσω την έσχατη αναλογία. Στην αρχαία τραγική τριλογία ερχόταν να προστεθεί το σατυρικό δράμα. Αυτό το θεατρικό είδος δεν έχει καμία σχέση με την αρχαία κωμωδία η οποία ήταν πολιτικό θέατρο που σατίριζε τους θεσμούς της πόλεως και τους παρεκκλίνοντες από τον νόμο και τα νόμιμα ήθη πολίτες. Το σατυρικό δράμα ήταν μια κατάφαση, μια δοξολογία στη ζωή, στις χαρές της, στον έρωτα, στη γεύση και στην όσφρηση (οι πλέον γήινες αισθήσεις), στο πιοτό, στην πανήγυριν, στον χορό, στο τραγούδι και στη διαιώνια κραυγή λύτρωσης του γλεντιού: «Να πεθάνει ο Χάρος»!

Εως πριν από λίγα χρόνια η Κυριακή του Πάσχα γιορταζόταν και στα αστικά κέντρα όπως στην εαρινή ύπαιθρο: σατυρικά. Η ενορία, η γειτονιά, το σόι γύρω από τον οβελία χόρευε, έπινε, τραγουδούσε, πειραζόταν, υπέκυπτε στους πειρασμούς της γεύσης, της όσφρησης, της ήβης, δόξαζε τη ζωή, πατούσε τον θάνατο και ήλπιζε! Προσδοκούσε ανάσταση νεκρών, νεκρών αισθήσεων, γνώσεων, φιλοδοξιών, φιλίας, έχθρας.

Γύρω από τη θυσία της ύλης που γινόταν βρώσις και πόσις έσμιγαν μείζονες οικογένειες, χαροκαμένες γριούλες που είχαν θάψει και συζύγους και παιδιά και συχνά και εγγόνια, έβγαζαν τη μαύρη μπόλια και αυτήν τη μέρα έβαζαν τη λουλουδάτη. Γέροντες έσερναν τον χορό έστω κι αν στηρίζονταν στην γκλίτσα, ενώ η νύφη με ένα πιρούνι αποσπούσε από τον οβελία μια ξεροψημένη πετσούλα και από το κοκορέτσι ένα κομμάτι συκώτι με ένα ψημένο άντερο και τάιζε στο στόμα τον πεθερό!

Μετά τη μεσονύχτια τελετή της Αναστάσεως, ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα τελείται (αλλά ποιος προσέρχεται πλέον;) η λειτουργία της Αγάπης και στη συνέχεια τη δεύτερη μέρα της Λαμπρής οι περιλειπόμενοι, όσοι ζωντανοί, προσέρχονταν στους τάφους των συγγενών για μια συνάντηση, ανάμνηση και πρόγευση της μέλλουσας ανάστασης νεκρών. Τα έχει αυτά μνημειώσει ο Διονύσιος Σολωμός στο απόσπασμα με τον τίτλο «Η ημέρα της Λαμπρής» από το έξοχο έργο του «Λάμπρος»!

Ο τραγικός άνθρωπος της ιστορίας, έρμαιος των παθών και επιρρεπής σε πλάνες και απάτες, οδεύει προς την έξοδον και ως εξόδιον άσμα άδει το «θανάτω θάνατον πατήσας». Εν χοροίς και οργάνοις, παντρεύοντας ο έλληνας τραγικός πολίτης Διόνυσον και Χριστόν σε ένα Πάσχα Ελλήνων Πάσχα.

(Οι γραμμές αυτές γράφτηκαν συνειδητά για να γίνουν Κάρφος στα μάτια των κοντόφθαλμων ελλήνων προτεσταντών που έχουν ως πολιτικό σύμβολο τον δούλο που πολλαπλασίασε τοκίζοντας το δηνάριο που του εμπιστεύτηκε το αφεντικό του!)