ΟΛΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΧΡΙ ΑΠΟΔΕΙΞΕΩΣ ΤΟΥ ΕΝΑΝΤΙΟΥ. ΚΙ ΟΛΟΙ
ΕΧΟΥΜΕ ΔΕΙ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΛΕΠΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΠΟΥ ΧΩΡΙΖΕΙ ΤΟΝ ΣΥΜΒΑΤΙΚΑ «ΚΑΝΟΝΙΚΟ»
ΕΑΥΤΟ ΜΑΣ, ΑΠΟ ΕΚΕΙΝΟΝ ΤΟΝ «ΞΕΝΟ» ΠΟΥ ΧΑΙΡΕΤΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΑΙΦΝΙΔΙΑΖΕΙ
ΚΑΙ ΝΑ ΓΕΛΑΕΙ ΧΑΙΡΕΚΑΚΑ, ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΠΟΥ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΣΤΕ ΑΝΗΜΠΟΡΟΙ
ΝΑ ΤΟΥ ΓΥΡΙΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΠΛΑΤΗ. ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΕΙ ΤΟΥΣ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ ΣΤΙΣ
ΕΠΤΑ ΝΟΥΒΕΛΕΣ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΡΑΠΤΟΠΟΥΛΟΥ
Η Λίμνη Αχαΐας, που την έχουμε ξανασυναντήσει σε άλλα επτά βιβλία του Ραπτόπουλου, είναι εδώ ο φανταστικός τόπος μιας εν δυνάμει συνάντησης που όμως δεν πραγματοποιείται ποτέ. Και οι επτά ήρωες περνούν από ΄κεί κάποια στιγμή της ζωής τους, και φεύγουν.

Μια κοπέλα κλείνεται μέσα σε ένα ασανσέρ αλλά η τύχη της δουλεύει και σώζεται την τελευταία στιγμή. Ο αόρατος «Θεός» που δίνει ξανά ρεύμα στον θαλαμίσκο λέγεται διαίσθηση (ή πεπρωμένο), μια μάλλον μεταφυσική δύναμη που ενώνει δύο ανθρώπους οι οποίοι λογικά δεν έπρεπε να έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Ο πρωταγωνιστής, μεγαλωμένος σε μια συνηθισμένη αστική οικογένεια (καλλιεργημένος, σπουδαγμένος κ.λπ.), νιώθει μια ακατανίκητη έλξη για την ταλαιπωρημένη «ψυχοκόρη» που το πεπρωμένο τής φύλαγε τη θέση «υπηρέτριας». Μια ωραία πρωία ξυπνάει από έναν εφιάλτη. Το κορίτσι υποφέρει. Είναι εγκλωβισμένο μέσα σε ένα ασανσέρ. Το ξέρει. Το είδε. Όπως έχει «δει» από καιρό ότι το δέρμα και τα χείλη της μικρής τον τραβούν με μια πρωτόγνωρη δύναμη που ούτε και ο ίδιος δεν μπορεί να εξηγήσει. Όταν αποφασίζει το σώμα πριν από μας για μας, τι κάνουμε; Φυσικά υπακούμε. Τυφλά. Έτσι κι αυτός που προοριζόταν για αλλού- σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τα κλισέ της «κανονικής» (γι΄ αυτό και καταπιεστικής) αγίας νεοελληνικής οικογένειας. Η «επανάστασή του» είναι η καρδιά του- και μοιάζει πραγματικός άθλος γιατί και ο ίδιος έτσι το βιώνει.

Συνηθισμένος μοιάζει και ο 40άρης Απόστολος, διευθυντής life style περιοδικού, που ένα βράδυ πέφτει θύμα ληστείας. Το αναπά ντεχο γεγονός θα έχει πολλαπλές επιπτώσεις στη ζωή του. Ο φόβος του και η αποστροφή του για τον άνθρωπο που βρίσκεται τώρα δίπλα του και τον σημαδεύει, ανακατεύονται επικίνδυνα με μια γερή δόση έλξης- ζωικής, καθαρής έλξης. Τον θέλει! Αν είναι δυνατόν! Η σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού διεκδικεί μέρα τη μέρα όλο και μεγαλύτερο μερίδιο, με περισσότερη ορμή, με μεγαλύτερη απελπισία, με πάθος βουβό. Κι όταν το πάθος είναι βουβό…

Στην άλλη άκρη, ένα πρώην μέλος «επαναστατικής οργάνωσης» (θυμίζει πολύ τον Δημήτρη Κουφοντίνα) επιχειρεί να κάνει μια καινούργια αρχή, μακριά απ΄ την Ελλάδα, πηγαίνοντας κόντρα σε κάθε (κακιά) πρόβλεψη. Είναι δυνατόν, κάποιος που έχει αφαιρέσει ανθρώπινες ζωές, να δει με αισιοδοξία τo αύριο και να χαθεί σαν «κανονικός» άνθρωπος μέσα στους πολλούς «κανονικούς» ανθρώπους; Και πού είναι εκείνη η λεπτή γραμμή που χωρίζει τα «τέρατα» απ΄ τους ανθρώπους; Η στιγμή της… αποκάλυψης μπορεί να είναι μια συνηθισμένη στιγμή. Όπως ας πούμε την ώρα που ένας παππούς βοηθάει ένα ξανθό κοριτσάκι – το κοριτσάκι που κάθεται δίπλα του στο σινεμά. Ο κύριος Μάρκου λ.χ. είναι συνταξιούχος και ζει με την ανύπανδρη αδελφή του. Το σινεμά είναι η διέξοδος και η διασκέδασή του. Μέχρι την ημέρα που θα διαπιστώσει με τρόμο ότι η ισορροπία του κρέμεται από τα «τυχαία» αγγίγματα που διακινδυνεύει σε νεαρά άτομα που κάθονται δίπλα του στη σκοτεινή αίθουσα. Ο κύριος Μάρκου σέρνεται από μια δύναμη σκοτεινή, ανεξέλεγκτη, από έναν εαυτό που δεν υποπτευόταν ποτέ και που- όπως είναι αναμενόμενοθα τον οδηγήσει στην καταστροφή.

Διαρκείς ανατροπές

Ερωτικό πάθος, απωθημένη ομοφυλοφιλία, παιδοφιλία, απιστίες, φόνοι, αλλά και ο μεταλλαγμένος έρωτας της ψηφιακής εποχής από μια νεαρή γυναίκα που κάνει ιντερνετικό σεξ με αγνώστους. Ο ρυθμός στην αφήγηση, η αίσθηση του σασπένς, οι διαρκείς ανατροπές αλλά και η οικειότητα που νιώθει ο αναγνώστης με τους διάφορους χαρακτήρες είναι από τις αρετές αυτού του βιβλίου με τις- άνισες πάντωςνουβέλες. Οι ήρωες της «Λίμνης» είναι είτε συνηθισμένοι άνθρωποι που αντιμετωπίζουν οριακές καταστάσεις, οι οποίες τους αλλάζουν ριζικά, είτε ακραίοι τύποι που αγωνίζονται να γίνουν κανονικοί. Άνθρωποι μοναχικοί, ανύποπτοι και απροετοίμαστοι στις μεγάλες ανατροπές που τους επιφυλάσσει η ζωή, εντελώς αθώοι στο χάος που κρύβεται μέσα τους. Άνθρωποι της ατομικιστικής εποχής μας. Που μας μοιάζουν τόσο πολύ (οι περισσότεροι) ώστε μάλλον πρέπει να αρχίσουμε να κοιτάμε καλύτερα το σπίτι μας. Το απέραντα άδειο σπίτι είναι τρομαχτικό. Διότι είσαι μόνος σου με το χάος του μυαλού σου…

Βαγγέλης Ραπτόπουλος

ΑΠΕΡΑΝΤΑ ΑΔΕΙΟ ΣΠΙΤΙ

ΕΚΔ. ΚΕΔΡΟΣ, 2009, ΣΕΛ. 296, ΤΙΜΗ: 15 ΕΥΡΩ