Τα ευτράπελα δεν έλειψαν από τον χώρο της εστίασης το 2016. Οι πιο συχνές γαστρονομικές «παραβάσεις» σχετίζονται με πιάτα ή υλικά από χώρες που απέχουν χιλιάδες μίλια.

Σε εστιατόριο µε αργεντίνικο προσανατολισµό στο Ηράκλειο Κρήτης το µενού σε σχέση µε τα πιάτα που τελικά σερβίρονταν ήταν υπόδειγµα του «ό,τι να ‘ναι». Ενα από τα πιο κραυγαλέα χαρακτηριστικά ήταν η σάλτσα τσιµιτσούρι. Τηγανητό χαλούµι, κοτόπουλο και άλλα εδέσµατα συνοδεύονταν από την παραδοσιακή αργεντίνικη σος. «Πράσινη ή κόκκινη τσιµιτσούρι;» ρώτησα τη σερβιτόρα. Με µια µικρή χρονοκαθυστέρηση µου απάντησε «πράσινη». Τι έφαγα; Τηγανητό χαλούµι µε σάλτσα µουστάρδα – λεµόνι. Η τσιµιτσούρι φτιάχνεται µε µαϊντανό, σκόρδο, ξύδι, κόλιανδρο, κύµινο κ.ά. Ούτε µουστάρδα ούτε λεµόνι. Οταν ρώτησα στην κουζίνα πώς τη φτιάχνουν, τουλάχιστον ήταν ειλικρινείς. «Και γιατί την ονοµάζετε τσιµιτσούρι;», ξαναρώτησα. «Είχαµε κάνει κανονική τσιµιτσούρι στην αρχή, αλλά δεν άρεσε στους πελάτες το σκόρδο. Ετσι την κάναµε µε µουστάρδα και λεµόνι». Και φυσικά άφησαν το όνοµα. Congrats!

Αυτά βέβαια δεν συμβαίνουν αποκλειστικά εκτός Αθηνών. Εστιατόριο στο Παγκράτι που φιλοδοξεί να κερδίσει αστέρι Michelin και προσωπικά θαυμάζω την κουζίνα του παρουσίασε στο facebook ένα καταπληκτικό άσχετο μενού για την Πρωτοχρονιά. Το concept ήταν μια κατηγορία γεύσεων οι οποίες συνάδουν με την έλευση του νέου έτους από διάφορα μέρη του πλανήτη. Ξεκινώντας από την Ελλάδα το μενού αφιέρωνε ψάρι ημέρας με αγριομάραθο και φάβα. Μάλλον θα εννοεί παραδοσιακές γεύσεις της κάθε χώρας και όχι πρωτοχρονιάτικες, σκέφτηκα. Δεν ήταν και ξεκάθαρο. Παρακάτω μνημόνευαν τον Καναδά και τον υποδέχονταν με γλυκό Baked Alaska. Ενα ιστορικό αμερικανικής προέλευσης παγωτό αμπαλαρισμένο σε φλεγόμενη ιταλική μαρέγκα που ουδεμία σχέση έχει με τον Καναδά, όπου τα παραδοσιακά γλυκά είναι με σιρόπι σφενδάμου. Είδα στην Αυστραλία να γιορτάζουν το νέο έτος με παραδοσιακό… γιαπωνέζικο κρέας wagyu. Τιμής ένεκεν λόγω γειτνίασης; Εμαθα, τέλος, ότι στην Ταϊλάνδη λατρεύουν το ταρτάρ γαρίδας.

Σε ιταλικό cozy επίσης στο Παγκράτι ζήτησα καρμπονάρα. Και ήρθε καρμπονάρα. Ηταν όμως τόσο κρύα που είχε γλινιάσει. Ρώτησα τον σερβιτόρο και με χαρά μού είπε ότι θα μου φέρει νέο πιάτο. Ομως αντί του πιάτου από την κουζίνα βγήκε ο μάγειρας. Ηρθε προσωπικά να μου εξηγήσει ότι «περιμένω να κρυώσουν τα μακαρόνια διότι εάν βάλω το αβγό μόλις τα στραγγίσω θα ψηθεί και θα γίνει ομελέτα».

Στο Κολωνάκι βρέθηκα σε εστιατόριο τόσο καθαρό και περιποιημένο, που ακόμη και ο σερβιτόρος ήταν λουσμένος με άρωμα. Τόσο πολύ όμως που και κάθε φορά που σέρβιρε ή περνούν από το τραπέζι μου εξαφάνιζε τα αρώματα από τα πιάτα.

Στο Κολωνάκι επίσης βρέθηκα και σε εστιατόριο ασκούπιστο, γεμάτο σκόνη και σέρβιραν σε τσόχα χωρίς τραπεζομάντιλα ή σουπλά. Ευτυχώς δεν είναι χώρος που μπορεί να επισκεφτεί ο καθένας. Είναι μόνο για μέλη.