Στη Φρανκφούρτη παίρνω το διασυνοριακό τρένο για Βρυξέλλες.

Τοποθετώ την τσάντα πλάτης µου – όπου έχω βάλει laptop, χρήµατα, κάρτες – στη θέση της, πάνω από το κεφάλι µου.

Η µέρα είναι ηλιόλουστη.

Το φθινοπωρινό τοπίο της γερµανικής φύσης σού φέρνει στον νου τα παραµύθια των αδελφών Γκριµ. Δίπλα µου κάθεται µια γερµανίδα φοιτήτρια που ξεφυλλίζει ένα lifestyle περιοδικό.

Το τρένο κάνει στάση στην Κολωνία. Δεν µένει παραπάνω από δυο λεπτά. Χαζεύω, για δευτερόλεπτα, από το παράθυρο. Σηκώνω, µετά το βλέµµα προς την τσάντα µου. Η θέση είναι άδεια. Σηκώνοµαι απότοµα σαν να µε έχει τσιµπήσει το κουνούπι του Νείλου. Οταν σε κλέβουν, µεσολαβεί ένα κενό διάστηµα µέχρι να αποδεχθείς ότι είσαι εσύ το θύµα. Νιώθω σαν να µε έχουν ρίξει στο κενό και δεν έχω πού να πιαστώ.

«Νοµίζω πως µου έκλεψαν την τσάντα», λέω στη νεαρή Γερµανίδα δίπλα, µε µια κρυφή ελπίδα πως θα µε διαψεύσει.

Με κοιτά µε βλέµµα απαθές. «Αχ, συµβαίνει συχνά», απαντάει. Οι άλλοι επιβάτες αντιµετωπίζουν µε αδιαφορία την ταραχή µου. Αφού πάσχω από το σύνδροµο των συνόρων, ψάχνω το διαβατήριο στην τσέπη του µπουφάν µου.

Είναι εκεί… Ψάχνω για κάποιον υπάλληλο του τρένου.

Συναντώ έναν µεσήλικο µε µουστάκι. Του λέω στα αγγλικά ότι µου έκλεψαν την τσάντα.

Μου απαντά στα γερµανικά. Καταλαβαίνω µόνο το αγενές του ύφος. Προχωράω στο µεθεπόµενο βαγόνι.

Συναντώ έναν άλλον υπάλληλο. «Μου έκλεψαν την τσάντα», του λέω ταραγµένος. Εκείνος καταλαβαίνει αγγλικά αλλά αντιδρά σαν να του είπα ότι την τσάντα µού την έκλεψε εκείνος. «Και τι θέλετε από µας, κύριε;», απαντά µε ενοχληµένο ύφος. «Το λέµε συνέχεια, να προσέχετε τα πράγµατά σας». Ανοίγει την πόρτα ενός µικρού γραφείου στο τέλος του βαγονιού και την κλείνει σχεδόν στα µούτρα µου. Επιστρέφω στη θέση µου. Τελεσίδικα ηττηµένος. Σωριάζοµαι στο κάθισµά µου και αρχίζω τα τηλεφωνήµατα στην Ελλάδα, σε τράπεζες για να ακυρώσω τις κάρτες, σε φίλους για να µοιραστώ τη δυστυχία µου… Φθάνουµε Βρυξέλλες.

Πηγαίνω κατευθείαν στο αστυνοµικό τµήµα για να κάνω δήλωση απώλειας. Με καλωσορίζει µια εύσωµη ξανθιά αστυνοµικίνα, που συντάσσει τη δήλωση. Ταυτόχρονα µε ενηµερώνει ότι το τρένο αυτής της γραµµής είναι γνωστό και ως «τρένο των κλεφτών». Με ενηµερώνει επίσης ότι δεν πρόκειται να βρω ποτέ τα κλεµµένα. Αλλοι άνθρωποι, θύµατα σαν και µένα, φθάνουν στο αστυνοµικό τµήµα.

Εχουν το ίδιο ύφος µε µένα, το ύφος του χαµένου.«Επάγγελµα;», µε ρωτάει η αστυνοµικίνα. «Δηµοσιογράφος», απαντώ. «Εάν γράψετε για το συµβάν, να τονίσετε ότι σας έκλεψαν στην Κολωνία, όχι στις Βρυξέλλες» µου λέει. Ολη η νοοτροπία της σηµερινής ενωµένης Ευρώπης σε αυτή την «προτροπή».

Ο ένας προσπαθεί να δείξει µε το δάκτυλο τον άλλον. Οι Βρυξέλλες την Κολωνία, η Κολωνία το Παρίσι, το Παρίσι το Βερολίνο, το Βερολίνο την Αθήνα και πάει λέγοντας… Αφήνω το αστυνοµικό τµήµα. Κατευθύνοµαι στο Μετρό – για να κόψω ένα εισιτήριο µε τα τρία ευρώ που σώθηκαν στην τσέπη του µπουφάν.

Σκέφτοµαι πως έχω ταξιδέψει σε τόσες χώρες αλλά µόνο στη Γερµανία µε έχουν κατακλέψει. Αν ήµουν δηµοσιογράφος α λά «Focus» ή «Βild», θα έπρεπε να φτιάξω εξώφυλλο µε τον Γκαίτε σαν πορτοφολά;

LΙΝΚ: http://gazikapllani.blogspot.com