Οι γραμμές από το χέρι του Ερνέστου Τσίλλερ –του αρχιτέκτονα που άφησε τη σφραγίδα του στην Αθήνα –είναι ακόμη ορατές πάνω στον τοίχο του δευτέρου ορόφου. Μια σκάλα που οδηγούσε στη σοφίτα τις κρατούσε καλά κρυμμένες, όταν όμως αφαιρέθηκε, ένα μέγαρο με καμάρες στην πρόσοψη και μπαλκόνια με περίτεχνα κιγκλιδώματα αποκαλύφθηκαν επιτρέποντάς μας να δούμε σε απόσταση αναπνοής μια πιθανόν αυθόρμητη σχεδιαστική δοκιμή του σπουδαίου αρχιτέκτονα σε μια στιγμή έμπνευσης. Κι αν η εικόνα αυτή μοιάζει με ανέλπιστο δώρο, δεν είναι το μοναδικό που θα έχουν την ευκαιρία να δουν από το τέλος του ερχόμενου χειμώνα οι επισκέπτες της οικίας Τσίλλερ επί της οδού Μαυρομιχάλη 6, οπότε και αναμένεται να ανοίξει για το κοινό (κατόπιν ραντεβού) και ύστερα από αρκετά μεγάλη καθυστέρηση (οι αρχικές εκτιμήσεις έκαναν λόγο για ολοκλήρωση των έργων το 2016), η οποία αποδίδεται σε απρόβλεπτες δυσκολίες που προέκυψαν, όπως η ετοιμόρροπη κατάσταση του κοσμημένου με χρυσό ψηφιδωτό τρούλου του παρεκκλησίου. Τον Φεβρουάριο του 2019 λοιπόν αναμένεται να ανοίξει η δίφυλλη πόρτα της κεντρικής εισόδου του μεγάρου που έχτισε ο Ερνέστος Τσίλλερ για την οικογένειά του την περίοδο 1882-85 και το οποίο πέρασε στα χέρια του τραπεζίτη Διονυσίου Λοβέρδου το 1912, καθώς τότε εκτιμάται ότι θα έχουν ολοκληρωθεί τα έργα που ξεκίνησαν το 2012 στο πολύπαθο μέγαρο. Ενα κτίριο, το οποίο επί σειρά ετών άλλοτε αποτελούσε στέκι παραβατικών στοιχείων, άλλοτε έμενε εγκαταλελειμμένο κάτω από λινάτσες, χάνοντας σιγά σιγά πολύτιμα χαρακτηριστικά του, όπως η μία από τις οκτώ πήλινες Καρυάτιδες που κοσμούσαν την πρόσοψή του, κι άλλοτε παραδόθηκε στις φλόγες.

Αν και σε εργοταξιακή κατάσταση ακόμη, με τις λαμαρίνες να κλείνουν την είσοδό του και τους φορτωμένους με υλικά και εργαλεία πάγκους να δεσπόζουν στις αίθουσες, γρήγορα μπορεί να αντιληφθεί ο επισκέπτης την παρουσία δύο διαφορετικών κόσμων μέσα στο ίδιο κτίριο. Εκείνον που διακρίνεται για το νεοαναγεννησιακό του στυλ και φέρει την υπογραφή του δημιουργού του κτιρίου και εκείνον που χαρακτηρίζεται από έντονα στοιχεία βυζαντινής και παραδοσιακής αρχιτεκτονικής και οφείλεται στον μεταγενέστερο ιδιοκτήτη του, ο οποίος προχώρησε και σε επέκταση του μεγάρου, το οποίο συνολικά καλύπτει περί τα 1.100 τ.μ.

Ανάμεσα στα στοιχεία που προσελκύουν το βλέμμα είναι οι εξαιρετικές τοιχογραφίες –αξίζει να προσέξει κάποιος το μονόγραμμα της συζύγου του αρχιτέκτονα SEZ (Σοφία Ερνέστου Τσίλλερ) στις τέσσερις γωνίες της οροφής του υπνοδωματίου της, όπως και το Πομπηιανό Δωμάτιο, μια αίθουσα με τοιχογραφίες που αποδίδουν λεπτεπίλεπτες και αέρινες μορφές, όπως Ψυχές (ή Νίκες), ερωτιδείς, γρύπες, πουλιά και ζώα –οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν κρυμμένες κάτω από γύψινη διακόσμηση και αποκαλύφθηκαν εξ αιτίας της πυρκαγιάς, τα ξυλόγλυπτα διακοσμητικά, τα περίτεχνα πόμολα και τα χρυσοποίκιλτα ψηφιδωτά.

«Μουσείο του εαυτού του» χαρακτήρισε το μέγαρο που έχει δωρηθεί από τις κόρες του Διονυσίου Λοβέρδου στο υπουργείο Πολιτισμού, η υπουργός Λυδία Κονιόρδου, χωρίς να προσδιορίσει πότε θα εγκατασταθεί στον χώρο η περίφημη συλλογή Λοβέρδου που αποτελείται από 300 εικόνες, ενώ μαζί με τα χειρόγραφα, τα βιβλία και τα αντικείμενα που τη συνθέτουν ανέρχεται στα 650 κομμάτια. Η υπάρχουσα μουσειολογική μελέτη του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου (το κτίριο θα λειτουργήσει ως παράρτημά του ΒΧΜ παρά το γεγονός ότι ουδείς εκπρόσωπός του προσκλήθηκε στην παρουσίαση) εκτιμάται ότι θα χρειαστεί ελάχιστες τροποποιήσεις και πως η συλλογή θα μπορούσε να είναι έτοιμη προς έκθεση στο τέλος του 2019. Το συνολικό κόστος εργασιών αποκατάστασης του κτιρίου ανέρχεται σε 5,1 εκατ. ευρώ και προέρχεται από κοινοτικούς πόρους.