O τίτλος είναι δανεισμένος από κείμενο του Μαρωνίτη «Η αρχαία κληρονομιά: γέφυρες πραγματικές, στημένες, κομμένες» (Εταιρεία Σπουδών, 2000). Στο πλατύ ποτάμι που χωρίζει τον νέο από τον αρχαίο ελληνισμό ο Μαρωνίτης διακρίνει «υπολείμματα έστω από κάποιες πραγματικές γέφυρες», που αντιπαραβάλλονται στις «στημένες» γέφυρες, αυτές που «ο νεοελληνικός ιδεολογικός οίστρος μας για την ελληνική αρχαιότητα έχει επινοήσει, εν μέρει ή εν όλω ανιστορικές, φαντασιακές ή φανταστικές».

Η αναφορά στον Μαρωνίτη, όταν πρόκειται να μιλήσουμε για τη λεγόμενη «ενδογλωσσική» μετάφραση, είναι επιβεβλημένη και αυτονόητη. Η μετάφραση από τα αρχαία στα νέα ελληνικά είναι μια απόπειρα να διασχίσουμε το ποτάμι που μας χωρίζει από την αρχαιότητα. Ποιες υπάρχουσες, έστω και κομμένες, γέφυρες μπορούμε να αξιοποιήσουμε;

Μια γέφυρα φανταστική, και ως εκ τούτου μη αξιοποιήσιμη, αποδείχθηκε στην πράξη πιο σημαντική από τις ενδεχόμενες πραγματικές γέφυρες. Εννοώ την υποτιθέμενη προνομιακή σχέση του νέου ελληνισμού με την αρχαιότητα, που στα μέσα του 19ου αιώνα μετασχηματίστηκε στο δόγμα της αδιάλειπτης συνέχειας του ελληνισμού και έγινε η επίσημη ιδεολογία του νεοελληνικού κράτους. Να μην παρεξηγηθώ όμως. Το ελληνικό κράτος δεν θα είχε δημιουργηθεί με τον τρόπο που δημιουργήθηκε αν δεν ήταν ακριβώς «ελληνικό», αν δεν δηλαδή ενεργοποιηθεί η άμεση σχέση με την αρχαιότητα.

Ως εδώ καλά. Στη συνέχεια ωστόσο, αντί να αναζητήσουμε τους τρόπους με τους οποίους η νέα μας ταυτότητα ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων θα αποκτούσε κάποια βάση (να χτίσουμε δηλαδή πραγματικές γέφυρες επικοινωνίας με την αρχαία Ελλάδα, γέφυρες ουσιαστικής γνώσης και παιδείας) μείναμε στη μόνη, έστω και κομμένη, πραγματική γέφυρα που βρήκαμε μπροστά μας: στη γλώσσα –στην αναμφισβήτητη συνάφεια ή συγγένεια αρχαίων και νέων ελληνικών.

Το σημείο αυτό είναι προφανώς ιδιαίτερα σημαντικό για το θέμα μου, αφού η μετάφραση (ακόμη και η λεγόμενη ενδογλωσσική) είναι εξ ορισμού γλωσσική μετάβαση, μετάβαση από τη γλώσσα του πρωτοτύπου στη γλώσσα του παρόντος. Η μετάφραση ωστόσο για να λειτουργήσει χρειάζεται, πάνω απ’ όλα, εμπιστοσύνη στις δυνατότητες της γλώσσας υποδοχής. Και αυτή ακριβώς η δυνατότητα ακυρώθηκε στη νεοελληνική μας διαδρομή. Το να υποστηρίξει κανείς ότι η αρχαία και νέα ελληνική γλώσσα είναι εξ ορισμού ισότιμες, όπως διατείνονται σήμερα οι γλωσσολόγοι, θα ήταν όντως υπερβολικό για τον 19ο αιώνα. Δεν χρειαζόταν όμως να φθάσουμε στο άλλο άκρο, να ακυρώσουμε δηλαδή τα νέα ελληνικά ως γλώσσα της διανόησης και να τα εξοβελίσουμε πλήρως από τον χώρο της εκπαίδευσης.

Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι, με αυτές τις προκείμενες, κάθε απόπειρα μετάφρασης από τα αρχαία στα νέα ελληνικά ήταν απαγορευμένη ως έγκλημα καθοσιώσεως. Δεν έχουμε λοιπόν μεταφράσεις αρχαιοελληνικών κειμένων σε όλο τον 19ο αιώνα. Τον 20ό αιώνα ξεκινούν κάποιες δειλές απόπειρες (ο Γρυπάρης είναι πρωτοπόρος σ’ αυτόν τον τομέα), και μόνο μετά την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1964 τα πράγματα τείνουν να αλλάξουν. Συμπέρασμα: Ούτε αρχαία ελληνικά καταφέραμε ποτέ να μάθουμε ούτε δημιουργήσαμε στην Ελλάδα κάποια μεταφραστική παράδοση. Σημαντικοί αρχαίοι συγγραφείς παραμένουν αμετάφραστοι, ενώ άλλοι είναι μεταφρασμένοι εξοργιστικά.

Φθάνω όμως στη σημερινή κατάσταση, περιοριζόμενος στη δική μου μεταφραστική εμπειρία, στην ενασχόληση δηλαδή με πεζά αρχαιοελληνικά φιλοσοφικά κείμενα. Ποια είναι τα προαπαιτούμενα μιας καλής μετάφρασης ενός αριστοτελικού ή πλατωνικού κειμένου; Είναι σίγουρα η επαρκής γνώση των αρχαίων ελληνικών, η οποία ωστόσο δεν αρκεί, αν ο μεταφραστής δεν γνωρίζει σε βάθος το αντικείμενο με το οποίο καταπιάνεται και αν δεν έχει εμπιστοσύνη στο δικό του γλωσσικό ιδίωμα.

Για να το πω εν συντομία, ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης δεν διαβάζονται χωρίς βοήθεια. Με βοήθεια άλλωστε διαβάστηκαν πάντοτε, όπου και όταν όντως διαβάστηκαν. Η καθιέρωση της μοναδικής τους θέσης στην ιστορία της φιλοσοφίας στηρίχθηκε στη μεσολάβηση μιας σειράς σπουδαίων σχολιαστών. Μια ανάλογη ή παράλληλη βοήθεια θέλει ασφαλώς να προσφέρει και μια καλή μετάφραση. Στη βοήθεια άλλωστε των μεταφράσεων κατέφυγαν όλα τα νέα έθνη, από τον 8ο αιώνα μέχρι σήμερα, όταν επιδίωξαν και κατάφεραν να αποκτήσουν δίγλωσσους γνώστες της αριστοτελικής κυρίως φιλοσοφίας. Και δεν μπορεί κανείς να μην επισημάνει ότι στις διαδοχικές αποκαλούμενες «αναγεννήσεις», των Αράβων τον 8ο αιώνα, των Μεσαιωνικών τον 12ο, της ιταλικής Αναγέννησης του 15ου αιώνα (από όπου και ο όρος), των ευρωπαϊκών εθνικών κρατών του 17ου αιώνα, πάντοτε προηγήθηκε μια συστηματική και οργανωμένη μεταφραστική προσπάθεια αρχαιοελληνικών φιλοσοφικών και επιστημονικών κειμένων.

Ενα μέρος λοιπόν του προβλήματος οφείλεται στην ελλιπή μας παιδεία και την απουσία συστηματικής ενασχόλησης με τα δύσκολα αρχαία φιλοσοφικά κείμενα. Γιατί θα έπρεπε οι μεταφράσεις μας να είναι καλές, όταν από πουθενά δεν τεκμαίρεται το υψηλό επίπεδο της αρχαιογνωσίας μας; Ακόμη όμως και με αυτό το δεδομένο, η εξήγηση δεν αρκεί.

Θα πρέπει επιπλέον να στραφούμε στην ίδια τη γλωσσική συνάφεια. Ο μεταφραστής κατά κανόνα παγιδεύεται από την κοινότητα της νέας ελληνικής και της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Λειτουργώντας ως «ενδογλωσσικός» μεταφραστής, διστάζει να προτάξει την αυτονομία της νέας ελληνικής, και συνειδητά ή ασυνείδητα έλκεται από τη διαφορετική μορφολογία και σύνταξη της αρχαίας. Ετσι το μεταφρασμένο κείμενο, ενώ ανήκει τυπικά στη νέα ελληνική γλώσσα, δεν μπορεί να διαβαστεί μόνο του, και χρειάζεται τη συνεχή βοήθεια του αρχαιοελληνικού πρωτοτύπου (αν υποθέσουμε ότι ο αναγνώστης μπορεί κάτι να καταλάβει από αυτό). Το υποτιθέμενο, και υπαρκτό κατ’ αρχήν, πλεονέκτημα της κοινότητας της γλώσσας του μεταφραστή και της γλώσσας του κειμένου έχει μετατραπεί σε εμπόδιο. Στην ίδια κατεύθυνση συμβάλλει και ο υπερβολικός σεβασμός –που είναι μάλλον δέος και φόβος –του μεταφραστή απέναντι στον μεταφραζόμενο συγγραφέα. Πώς να τολμήσεις να μεταφράσεις έναν όρο του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη αν «ακούγεται» ακόμη κάπως στα νέα ελληνικά, έστω κι αν σήμερα σημαίνει κάτι εντελώς διαφορετικό.

Η θεραπεία είναι πάντα η ίδια. Το μεταφρασμένο νεοελληνικό κείμενο θα πρέπει να στέκεται στα πόδια του, να γίνεται κατανοητό όταν διαβάζεται μόνο του. Το αρχαίο κείμενο θα βοηθήσει ενδεχομένως τον ειδικό, αλλά και όποιον προστρέξει σ’ αυτό για να παρακολουθήσει κάποιον όρο –σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να υποκαθιστά, ούτε καν να συμπληρώνει, τη ροή της μετάφρασης.

Από προσωπική πείρα θα έλεγα ότι θεραπευτικά λειτουργεί και μια μορφή ομαδικής εργασίας ή έστω οργανωμένης αλληλεπίδρασης. Δεν θα το υποστήριζα με την ίδια άνεση για τη διαδικασία της πρωτότυπης συγγραφής, αλλά το είδα να λειτουργεί σωστά στη μετάφραση. Αν οι μεταφραστικές μας λύσεις εκτεθούν σε μια κοινότητα ομοιοπαθών μεταφραστών –και δεν μιλώ για την απόδοση δύσκολων όρων, αλλά για τον κριτικό έλεγχο και τη συζήτηση εκτεταμένων μεταφρασμένων κειμένων –το αποτέλεσμα είναι κατά κανόνα ευεργετικό. Αρκεί κανείς να επιλέξει σωστά την ομάδα του.

Ο Β. Κάλφας, καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, είναι επιστημονικός υπεύθυνος (με τον Παντελή Μπασάκο) της δίγλωσσης έκδοσης των Απάντων του Αριστοτέλη στις εκδόσεις Νήσος. Εχει μεταφράσει στα νέα ελληνικά τον «Τίμαιο» του Πλάτωνα, το «Περί γενέσεως και φθοράς», τα «Φυσικά» και το Α’ βιβλίο των «Μετά τα φυσικά» του Αριστοτέλη. Εχει τιμηθεί με το Κρατικό Βραβείο Ενδογλωσσικής Μετάφρασης του έτους 2015 για τα «Φυσικά» του Αριστοτέλη.