Εργα, μεταξύ άλλων, των Μονέ, Σεζάν, Ρενουάρ, Οτο Ντιξ που κάποτε πέρασαν στα χέρια των Ναζί, αλλά «επιβίωσαν» από την καταστροφική τους μανία. Και μια ιστορία, από τις πιο συγκλονιστικές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που πλέον «αναβιώνει» σε δύο παράλληλες εκθέσεις στο ελβετικό Μουσείο Τέχνης της Βέρνης και στην Κουνστχάλε της Βόννης. Στα δύο αυτά ιδρύματα εκτίθενται για πρώτη φορά οι λαφυραγωγημένοι θησαυροί τέχνης που ανήκαν σε Εβραίους, τέσσερα χρόνια μετά τον εντοπισμό τους στο διαμέρισμα του Κορνήλιου Γκούρλιτ στο Μόναχο. Το «Gurlitt Status Report», ωστόσο, πέρα από μια σημαντική έκθεση, θέτει ερωτήματα γύρω από το πώς το έργο τέχνης γίνεται αντικείμενο ανάλυσης με ιστορικές, κοινωνικές αλλά και πολιτικές προεκτάσεις.

Ο «ΕΜΠΟΡΟΣ» ΤΩΝ ΝΑΖΙ. Επίκεντρο αυτής της αναζήτησης είναι το κληροδότημα Γκούρλιτ, το οποίο διαθέτει έργα και αντικείμενα τέχνης που συγκέντρωσε ο γερμανός ιστορικός τέχνης και έμπορος έργων τέχνης Χίλντεμπραντ Γκούρλιτ, ένας από τους τέσσερις εμπόρους τους οποίους εξουσιοδότησαν οι Ναζί το 1938 για να τελούν αγοραπωλησίες έργων προς όφελος του ναζιστικού Ράιχ. Μετά τον θάνατο του Γκούρλιτ το 1956, τη συλλογή κληρονόμησε ο γιος του Κορνήλιος Γκούρλιτ (1932-2014), κρατώντας τη μακριά από τη δημόσια θέα επί σχεδόν 60 χρόνια. Ομως οι γερμανικές Αρχές τον Φεβρουάριο 2012, σε μια έφοδό τους στο διαμέρισμά του στο Μόναχο για έλεγχο φοροδιαφυγής, βρήκαν τον χαμένο θησαυρό. Στη συνέχεια εντόπισαν και άλλα έργα τέχνης και αντικείμενα σε ένα άλλο σπίτι του Γκούρλιτ στο Ζάλτσμπουργκ, ανεβάζοντας το καταγεγραμμένο μέγεθος του κληροδοτήματος σε περισσότερα από 1.500 αντικείμενα.

Ο Κορνήλιος Γκούρλιτ πέθανε στις 6 Μαΐου 2014, ενώ είχε κληροδοτήσει τα έργα της συλλογής του στο Μουσείο Τέχνης (Kunstmuseum) της Βέρνης. Το τελευταίο, ύστερα από διαβουλεύσεις, αποφάσισε να αποδεχθεί τη δωρεά και ταυτόχρονα συνέχισε τις απαραίτητες έρευνες για την προέλευση των έργων, σε συνεργασία με την ομοσπονδιακή και την τοπική (βαυαρική) κυβέρνηση. Οι νομικές διαδικασίες που κινητοποίησε ένας μακρινός εξάδελφος της οικογένειας Γκούρλιτ για να διεκδικήσει το κληροδότημα, αμφισβητώντας το κύρος της διαθήκης, καθυστέρησαν τις ημερομηνίες των εκθέσεων. Το κοινό είχε δει τα έργα μόνο σε φωτογραφίες.

ΣΤΗΝ ΕΛΒΕΤΙΑ. Η έκθεση της Βέρνης «Degenerate art: confiscated and sold» («Εκφυλισμένη τέχνη: κατασχέσεις και πωλήσεις») άνοιξε χθες. Εστιάζει σε αβανγκάρντ έργα που οι Ναζί με νόμο του 1938 υφάρπαξαν με την αιτιολογία της «εκφυλισμένης» τέχνης. Πρόκειται για χαρακτηριστικές δημιουργίες του κινήματος του μοντερνισμού, τις οποίες ο Χίτλερ θεωρούσε ως αντιγερμανικά παραδείγματα των Εβραίων. Μάλιστα, ο καλλιτεχνικός διευθυντής της documenta 14 Ανταμ Σίμτσικ είχε εκδηλώσει αμέσως την επιθυμία του το κληροδότημα Γκούρλιτ να αποτελέσει τη βασική έκθεση της documenta 14 στο Κάσελ. Ομως η καθυστέρηση αποσαφήνισης της προέλευσής του δεν έκανε εφικτή την υλοποίηση αυτής της ιδέας.

Η έκθεση των έργων από το κληροδότημα Γκούρλιτ που ανοίγει σήμερα στη Βόννη παρουσιάζει κυρίως την ομάδα έργων «προβληματικής» προέλευσης. Μερικούς μήνες αφότου το περιοδικό «Focus» δημοσιοποίησε την κατάσχεση του κληροδοτήματος Γκούρλιτ, τον Νοέμβριο του 2013, η γερμανική κυβέρνηση διέθεσε 1,8 εκατ. ευρώ και διόρισε μια διεθνή ομάδα εργασίας από ιστορικούς τέχνης και εκπροσώπους ιδρυμάτων που ασχολούνται με τα έργα τέχνης που λεηλάτησαν οι Ναζί, με αντικείμενό της την ταυτοποίηση της προέλευσης των έργων. Από τα 1.500 έργα, έξι μόνο έχουν παραδοθεί στους νόμιμους ιδιοκτήτες τους. Το πιο πρόσφατο ταυτοποιήθηκε μόλις την περασμένη εβδομάδα, κατά τη διάρκεια συντήρησής του από τα εργαστήρια συντήρησης του Μουσείου της Βόννης, που το προετοίμαζαν για την έκθεση «Η κλεμμένη τέχνη από τους Ναζί και οι συνέπειές της». Πρόκειται για το «Πορτρέτο καθιστής γυναίκας» του ζωγράφου Τόμας Κουτίρ, που κάτοχός του υπήρξε ο γαλλοεβραίος πολιτικός Ζορζ Μεντέλ.

Η ΑΞΙΑ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ. Η οικονομική αξία του κληροδοτήματος Γκούρλιτ είναι πολύ υψηλή. Οι ιστορικοί τέχνης υπολογίζουν ότι ξεπερνά το 1 δισ. δολάρια. Ωστόσο, οι διευθυντές των δύο Μουσείων της Βέρνης και της Βόννης που φιλοξενούν τις δύο εκθέσεις του «Gurlitt Status Report», Νίνα Τσίμερ και Ράιν Βολφς, στον κοινό κατάλογο των εκθέσεων υπογραμμίζουν πως «η αξία των έργων δεν είναι χρηματική. Αποτελούν ευκαιρία για να αποτίσουμε φόρο τιμής στους ανθρώπους που έπεσαν θύματα κλοπής των Εθνικοσοσιαλιστών, αλλά και στους καλλιτέχνες οι οποίοι δυσφημήθηκαν και εκδιώχθηκαν από το καθεστώς ως «εκφυλισμένοι»».

Μετά τη λήξη των δύο εκθέσεων φαίνεται ότι η συλλογή πρόκειται να διασπαστεί. Τα ταυτοποιημένα έγκυρης προέλευσης από τη νομική πλευρά τους έργα θα επιστρέφονται σε ιδιώτες, ορισμένα θα αποστέλλονται σε μουσεία και άλλα θα παραμείνουν υπό διερεύνηση στη Γερμανία. Ετσι το κληροδότημα σταδιακά θα πάψει να υφίσταται ως αυτόνομη πολιτιστική και ιστορική οντότητα.

«Είναι σημαντικό να δούμε την παρουσία του κληροδοτήματος Γκούρλιτ στην ιστορία της Γερμανίας τον εικοστό και εικοστό πρώτο αιώνα ως μια εξελισσόμενη απεικόνιση των διαδικασιών αποκάλυψης και απόκρυψης της αλήθειας, όπως αυτές γίνονται ορατές και κατανοητές στην ιστορία της τέχνης» έγραφε σχετικά ο Ανταμ Σίμτσικ στο άρθρο του στο περιοδικό της documenta 14 «South Magazine», τ. 6 (documenta 14, #1). Ο ίδιος εξηγούσε τη γνώμη του ότι το συμπαγές περιεχόμενο του κληροδοτήματος Γκούρλιτ αποτελεί πηγή ιστορικών πληροφοριών που θα επέτρεπε να διερευνηθεί η σκοτεινή εποχή του γερμανικού Μεσοπολέμου. Οταν πολλοί καλλιτέχνες εκδιώχθηκαν και τα έργα τους κατασχέθηκαν ή αποκλείστηκαν από τις εκθέσεις. Ενώ έμποροι έργων τέχνης, όπως ο Χίλντεμπραντ Γκούρλιτ, είχαν τη δυνατότητα να δημιουργήσουν σημαντικές δικές τους συλλογές, συχνά αλλάζοντας πεποιθήσεις, έτσι ώστε να συνεχίσουν ανενόχλητοι και μετά τη λήξη του πολέμου. Αλλωστε η ιδιότυπη συλλογή σχετίζεται με θέματα ιστορίας και μνήμης. Πέρα από την καλλιτεχνική αξία της υπογραφής των δημιουργών του, το σώμα αυτού του αρχείου αποκτά μεγαλύτερο ειδικό βάρος καθώς πρόκειται για «αντικείμενα-μάρτυρες» που, όπως τα γκέτο και τα στρατόπεδα διαμετακομιδής ή εξόντωσης Εβραίων, παραπέμπουν στο Ολοκαύτωμα.