Oνειρόδραμα εν μέσω της μεγάλης επανάστασης; Εξακολουθεί να εκπλήσσει η δυναμική της ρωσικής πρωτοπορίας καθώς ακόμη ξεδιπλώνουμε την ευρηματικότητα των ηρωικών εκείνων χρόνων που από τη μια «έδεναν το ατσάλι» και από την άλλη ξανοίγονταν στα απέραντα χωράφια της φαντασίας.

Ο Aλεξάντρ Γκριν (1880-1932) παραμένει σχετικά άγνωστος στο ελληνικό κοινό, με άλλη μία νουβέλα του μόνο δημοσιευμένη παλαιότερα («Ο κυνηγός των αρουραίων», Στιγμή, 1995). Βίος μυθιστορηματικός: με τον νου πάντα σε ταξίδια και θάλασσες, όντως δούλεψε περιστασιακά σε καράβια, αλλά αναγκάστηκε να αλλάξει πλείστα επαγγέλματα (π.χ. ψαράς, σιδηρουργός) ή να μείνει επί μακρόν άνεργος. Λιποτάκτης, συνελήφθη και κλείστηκε στις τσαρικές φυλακές για επαναστατική δράση, άλλαξε πολλούς τόπους διαμονής και εξορίας, και τελικά, σε δυσμένεια, ασθενής, πέθανε σε απόλυτη ένδεια, λίγο πριν από τις μεγάλες σταλινικές εκκαθαρίσεις. Το έργο του, δείκτης της δυσανεξίας του «αλλότριου» σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, άσχετο με τις επιταγές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, γνώρισε διακυμάνσεις: οριακά αποδεκτός έως τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1920, ο Γκριν θα ελεγχθεί με προϊούσα την ιδεολογική σκλήρυνση ως «αντιδραστική συνείδηση» κοσμοπολιτικών τάσεων. Οι δεκαετίες του 1930 και 1940, μέχρι την αποσταλινοποίηση και την «τήξη των πάγων» απορρίπτουν ευθέως όσους συγγραφείς παρεκκλίνουν από την κομματική λογοτεχνία μη προβάλλοντας «θετικούς», υπερπατριώτες ήρωες. Η κατοπινή «αποκατάσταση» φέρει επίσης ιδεολογικό πρόσημο: η λατρεία ειδικά για τα «Πορφυρά πανιά» βασίστηκε σε παρερμηνείες και ρετουσαρισμένες εξηγήσεις. Το επίμετρο της παρούσας έκδοσης εκθέτει αναλυτικά τις περιπέτειες του βίου και του έργου αυτού του «μοναχόλυκου» των ρωσικών γραμμάτων. Ενάντια στην ανάγνωση του πορφυρού ιστιοφόρου ως αλληγορίας της επανάστασης ας κρατήσουμε την έντιμη διευκρίνιση του συγγραφέα: «Οφείλω να διαβεβαιώσω πως, παρόλο που αγαπώ το κόκκινο χρώμα, εξαιρώ από τις χρωματικές μου προτιμήσεις την πολιτική, ή μάλλον την αποκλίνουσα σημασία του».

Στο κείμενο των «Πορφυρών Πανιών» διακρίνονται σαφώς δύο κόσμοι: από τη μια τα μοναχικά, ξεχωριστά άτομα, ασύμβατα με τη νοοτροπία του περίγυρου· από την άλλη όλοι οι υπόλοιποι, δύσπιστοι και πρακτικοί, «ακούν τις φωνές κάθε απλής αλήθειας μέσα από το χοντρό γυαλί της ζωής». Μια ευφάνταστη, απόκοσμη κόρη («σαλπαρισμένη» τη χλευάζουν, αλαφροΐσκιωτη) και ένας εξίσου μονήρης και ιδιόρρυθμος νέος ζουν στον κόσμο τους, στοιχειωμένοι από το όραμα ενός ιστιοφόρου που μοιάζει να έρχεται από το ανοιχτό μέλλον τους. Η Ασσόλ, εξοικειωμένη παιδιόθεν με τον κόσμο της ναυτοσύνης, περιτριγυρισμένη από ξύλινα καραβάκια, χειροτεχνήματα του πατέρα της, γαλουχημένη με τις θαλασσινές ιστορίες που της αφηγείται, σημαδεύεται από την προφητεία ενός παραμυθολόγου (κάποτε θα έλθει να τη βρει ο «πρίγκιπάς» της σε ένα σκαρί με ολοπόρφυρα πανιά). Μια θαλασσογραφία που δεσπόζει στην οικογενειακή βιβλιοθήκη στοιχειώνει τον αρχοντοθρεμμένο Γκρέυ: οραματίζεται ταξίδια σε μακρινούς τόπους με ένα ιστιοφόρο σαν αυτό του πίνακα. Τα παιδιά μεγαλώνουν στον περίκλειστο κόσμο τους με αυτή την εικόνα, πρόγευση ενός μέλλοντος διαφορετικού από την περιρρέουσα ζώσα πεζότητα. «Τα λεγόμενα θαύματα πρέπει εμείς οι ίδιοι να τα πραγματοποιούμε», πιστεύει ο νεαρός· ακολουθεί την κλίση του, γίνεται καπετάνιος και πλοιοκτήτης –το κατάλευκο καράβι του το βαφτίζει «Σεκρέτ» (Μυστικό).

Ουσιαστικά, μυθολογείται το θαύμα της ερωτικής αφύπνισης των δύο νέων. Οταν κάποτε ο Γκρέυ αντικρίζει την Ασσόλ, ωραία κοιμωμένη μέσα στην ανθηρή φύση, αναγνωρίζει παρευθύς το άλλο του μισό· μαθαίνοντας τη φήμη της «αλλοπαρμένης» που την περιβάλλει, αποφασίζει να παρέμβει στο όνειρό της υλοποιώντας την προσδοκία της. Με δύο χιλιάδες μέτρα ολοπόρφυρο μετάξι αλλάζει τα πανιά του «Σεκρέτ» και το ορθοπλωρίζει προς την Καπέρνα καταπλήσσοντας τους κατοίκους που συρρέουν στην όχθη· μόνο την Ασσόλ δεν ξενίζει η λευκοπόρφυρη οπτασία, το αλλόκοσμο καράβι που εμφανίστηκε από το πουθενά και «με μουσικές εξαίσιες» σχίζει πλησίστιο τα νερά: εκείνη το περίμενε πάντα, σε διαισθητική συνεννόηση με τον καπετάνιο του. Προικισμένο με πίστη και θέληση, το ζευγάρι επαληθεύει τις προφητείες και τιμά τις μυστικές ανταποκρίσεις του πεπρωμένου: οι χωριστές πορείες μπαίνουν σε κοινή τροχιά, οι εκλεκτικές συγγένειες επικυρώνουν την παντοδυναμία τους.

Το κείμενο, από τα πλέον αναγνωρισμένα της σύγχρονης ρωσικής λογοτεχνίας, ευτύχησε στην ελληνική εμφάνισή του. Καλομεταφρασμένο, υπομνηματισμένο, πλαισιωμένο από ένα συγκροτημένο επίμετρο δοκίμιο και χρονολόγιο, τυποτεχνικά φροντισμένο, προσφέρεται για υψηλή αναγνωστική απόλαυση.

Ποιητική πρόζα, ρεαλιστικές περιγραφές

Η επταμερής φανταστική νουβέλα εκδόθηκε το 1923, αλλά γράφτηκε νωρίτερα (1916-17), όπως τεκμαίρεται από προσχέδια σημειώματα· ο Γκριν σημείωνε δίπλα στον τίτλο: «feeriya» (εκ του γαλλικού féerie, παραμυθόδραμα, ονειρική φαντασμαγορία). Σαφής ένδειξη ότι δεν πρόκειται για λαϊκό αλλά για έντεχνο παραμύθι, όπως το απογείωσαν κυρίως οι γερμανοί ρομαντικοί – το στοιχείο του αλλόκοτου να μεθοδεύεται ανεπαίσθητα με σχεδόν έλλογη διαδικασία. Εδώ, ατόφια λυρική, ποιητική πρόζα εναλλάσσεται με ρεαλιστικές περιγραφές. Η αναφερόμενη Καπέρνα και πολλά άλλα τοπωνύμια είναι επινοήσεις του Γκριν, μέρη της λογοτεχνικής χώρας που οι μελετητές των φανταστικών διηγημάτων του αποκάλεσαν «Γκρινλανδία», ένα σύμπαν με γριφώδη αληθοφάνεια.