Στις παλαιότερες Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Πολίτη, Δημαρά κ.ά.)

το όνομα του Γ. Ράντσου – που είναι επίσης γνωστός και ως Αετός, λογω της

οξύτητας του βλέμματος – δεν υπάρχει. Απλούστατα διότι δεν είχε ακόμη

εμφανισθεί και ως ποιητής. Ήταν γνωστός φιλόσοφος και διανοητής, αλλά όχι

ποιητής. Αυτό έγινε αργότερα. Όμως στην τελευταία έκδοση της Ιστορίας του

Mario Vitti, η ποίηση του Γ. Ράντσου καταλαμβάνει δυόμισι εντυπωσιακές

σελίδες. Ο ιστορικός τον τοποθετεί στη γενιά του Εβδομήντα Πέντε, θα μπορούσε

όμως, καταλήγει, να καταταχθεί και στη γενιά του Ογδόντα Τρία. Ο R. Beaton τον

αποσιωπά παντελώς. Άλλωστε αυτό κάνει και με τόσους άλλους. Ο Αργυρίου δεν

έχει φτάσει ακόμη στην παρούσα φάση της λογοτεχνίας μας.

Τον άνθρωπο αυτόν δεν μπορώ να πω ότι τον συμπαθούσα. Θα ελεγα μάλιστα πώς τον

μισούσα. Το χειρότερο: τον μισούσα και τον ζήλευα. Ομολογώ ότι ήμουν

προκατειλημμένος μαζί του για μυστήριους λόγους που δεν μπορώ να αναλύσω τώρα.

Αλλά έτσι κι αλλιώς οι προκαταλήψεις οφείλονται σε μυστήριους λόγους. Στη

(μικρονοϊκή, θα έλεγα) τάση μου να συγκρίνω τον εαυτό μου με κάποιον

σημαντικό, πολλές φορές, αθέλητα ή ηθελημένα, όλο και συγκρινόμουν μαζί του.

Πώς γράφει, πώς εκφράζεται, πώς κυκλοφορεί. Τι λέει. Πώς το λέει. Ακόμη και

ποια πόζα παίρνει όταν φωτογραφίζεται. Άλλοτε έβλεπα ένα πεισμωμένο αγόρι, που

αρνείται να γίνει άντρας. Και άλλοτε έναν μουτρωμένο άντρα, που πάει να

ξαναγίνει αγοράκι. Μπερδευόμουν.

Αντικειμενικά τα πράγματα ήταν χειρότερα. Έβγαζε αυτός μια ποιητική συλλογή;

Χαμός. Συνεντεύξεις, συζητήσεις, πωλήσεις. Έβγαζα εγώ; Τίποτε. Νέκρα. Τα

λιβανωτά των κριτικών, ιδίως των απογευματινών εφημερίδων, ήταν γι’ αυτον. Για

μένα κάτι ψιλά. Και όλο γκρίνια. Οι κριτικοί των περιοδικών (εννοώ των

σοβαρών), σελίδες κατεβατές. Για μένα τίποτε. Στα βραβεία; Μέσα. Στις

επιτροπές; Μέσα και παραμέσα. Λένε (πράγμα που ωστόσο δεν μπόρεσα να

διασταυρώσω) ότι ακόμη και στις επιτροπές καλλιστείων είχε χώσει την ουρά του.

Με το αζημίωτο φυσικά. Γιατί είχε φήμη και φοβερού γυναικά. Με μια λέξη: αυτός

στους in και στους επώνυμους. Εγώ στο πουθενά. Φίλοι του; H αφρόκρεμα. H

εθνική ομάδα των διανοουμένων. Όλοι γαλλομορφωμένοι. Υπουργοί. Γραμματείς.

Ακαδημαϊκοί. Προσωπικός φίλος και εξ απορρήτων «κολλητός» του Αρχιεπισκόπου

Αθηνών και Πάσης Ελλάδος. Μολονότι δήλωνε μη θρησκευόμενος και αμφιβάλλων.

Τα είχε όλα εκτός από ένα: δεν είχε καμία, μα απολύτως καμία σχέση με

πανεπιστήμια, καριέρες κ.λπ. Κάτι που εγώ όλο και γυρόφερνα. Και δεν είχε

σχέση με αυτά, όχι διότι δεν διέθετε τα απαιτούμενα. Κάθε άλλο. Πέρα από τις

πάμπολλες δημοσιεύσεις, είχε και δύο διδακτορικά από γαλλικά πανεπιστήμια. Από

τα φοβερά πανεπιστήμια των Παρισίων. Κάποτε, όταν ρωτήθηκε σχετικά, είπε (με

απαράμιλλη αθυροστομία) πως δεν έχει καμία χρεία να γίνει πανεπιστημιακός,

αφού όλοι τον γλείφουν να τους κάνει πανεπιστημιακούς. Προφανώς λόγω των

γνωριμιών του. «Να γίνω ένας από τους ηλίθιους λέκτορες, επίκουρους ή

καθηγητές; Σκατά». Ήταν, όπως έλεγε, ένας ιδιόθυμος διανοούμενος του τύπου

homo-lupus-pantius-universalis. Ένας αιρετικός με δόντια. Ένας αγνωστικιστής

με αρχίδια. Κάποτε είπε: «Μη με βάζετε σε καλούπια. Είμαι απλώς ένας

ιμαγιστής, ένας βολταριστής (;). Έχω το δικό μου κοινό, όπως κάθε γνήσιος

αντι-βολταριστής που αισθάνεται βολταριστής. Χέστε με κι εσείς και τα

πανεπιστήμια».

Τέλος πάντων δεν θέλω να μένω στο παρελθόν. Σε όλη εκείνη την αθλιότητα που

ζούσα για λόγου του. Σ’ αυτά που ένιωθα παλιότερα γι’ αυτόν. Και για τους

γαλλοσπουδαγμένους φίλους του. Και τους τριτοκοσμικούς οπαδούς τους. Δεν είναι

το θέμα μου, ούτε και με αφορά, αλλά δεν μπορώ να μην αναφέρω ότι αυτή η

διαβόητη γενιά των γαλλοσπουδαγμενων φίλων του Αετού δεν έχει αφήσει πόστο για

πόστο. Τέχνη για τέχνη. Ποίηση; Αυτός και κάτι άλλοι. Φιλοσοφία; Αυτός και

κάτι άλλοι. Θεατρικοί συγγραφείς; Θεολόγοι; Σεξολόγοι; Φιλόλογοι; Αναλυτές,

δομιστές, αντι-δομιστές; Ακτιβιστές; Πολιτικοί; Αυτός και οι φίλοι του.

Ισχυρίζονται ότι ακόμη και η διαβόητη 17η Νοεμβρίου έχει ριζες γαλλικές. Σιγά

ρε παιδιά, έλεγα. Εγώ ο μιξο-αγγλοσάξων, όπως με αποκάλεσε κάποτε ένας τους. Ο

μικρο-μοντερνιστής. Ο μηδενάγαν.

Μια μέρα λοιπόν (πάνε έξι-εφτά μηνες) μου τηλεφώνησαν από έναν γνωστό εκδοτικό

οίκο. Ετοίμαζαν, λέει, ένα είδος εγκυκλοπαίδειας για μαθητές, φοιτητές,

δασκάλους και νηπιαγωγούς με τίτλο «Σύγχρονοι δημιουργοί και διανοητές». Θα

ήθελαν να τους γράψω κάποια λήμματα. Διότι είχαν εμπιστοσύνη σε μένα κ.λπ.

Έσπευσαν όμως να μου ξεκαθαρίσουν ότι γι’ αυτή τη δουλειά συνήθως επιλέγουν

κάποιους που δεν περιλαμβάνονται στην εν λόγω εγκυκλοπαίδεια. Για να υπάρχει

αντικειμενικότητα, όπως είπαν.

H αλήθεια είναι ότι αυτό κάπως με πείραξε. Δηλαδή δεν το θεώρησα και πάρα πολύ

κομψό να μου ζητούν να παρουσιάσω κάποιους σε μιαν εγκυκλοπαίδεια από την

οποία θα απουσίαζα. Παρά ταύτα, αυτός ο καταραμένος επαγγελματισμός μου

(συνοδευόμενος από μια δόση μικροϊκανοποίησης για την εγνωσμένη, τάχα,

αντικειμενικότητά μου) με έκανε να δεχθώ. Πρώτα όμως, είπα, να μου στείλουν

(με φαξ) τα λήμματα. Σε μίση ώρα κατέφθασε ένας κατάλογος με σύγχρονους

δημιουργούς και διανοητές. Πρώτος πρώτος φιγουράριζε ο δικός μου. Ο ποιητής

και φιλόσοφος Γ. Ράντσος.

Κοκκίνισα. Πρασίνισα. Κιτρίνισα. Κι ύστερα ξαναβρήκα το χρώμα μου. Νευρίασα.

Σκύλιασα. Άφρισα. Και μετά ξαναβρήκα το κέφι μου. H αλλοπρόσαλλη θεότητα των

γραμμάτων και των τεχνών, σκέφτηκα, μου έδινε μια καταπληκτική ευκαιρία: να

τον κράξω, να τον καταρρακώσω. Θα γράψω έτσι γι’ αυτον (σκεφτόμουν) που θα τον

ξεχέζω κατάμουτρα και δεν θα το παίρνει μυρουδιά. Θα βάλω όλη τη μεγάλη τέχνη

της «αντικειμενικής ξεχεσιάς». Ο όρος δικός του.

Ξεκίνησα χαλαρά με τα πρώτα του ποιήματα. Την πρώτη Πεντάδα, με τον γενικό

τίτλο «Τα Συμφωνηθέντα» (όλα στον ίδιο εκδοτικό οίκο). Άρχισα να διαβάζω

καγχάζοντας: «Τα δεκαεπτά μου σύμφωνα/ πνιγμένα στα επτά σου φωνήεντα/

αγαπούλα μου/ κ.λπ.». Διάβαζα και ξαναδιάβαζα, αργά, σαδιστικά, απολαυστικά.

Είπα απολαυστικά; E, λοιπόν, όσο διάβαζα τόσο βουβαινόμουν. Λες; έλεγα και

ξαναέλεγα. Παίρνω τη δεύτερη Πεντάδα. Με τίτλο, «Τα μη συμφωνηθέντα». Ένα

περίεργο αίσθημα άρχισε να με κυριεύει. Κάτι να μου φέρνει δυσθυμία. H τρίτη

Πεντάδα, «Τα συμφωνηθέντα μη-συμφωνηθέντα», με αποτελείωσε. Το έργο του όλο

ήταν, όπως τελικά κατάλαβα, ένας «πλάγιος δυαδικός μονόλογος» με τις Εννεάδες

του Πλωτίνου. Εξ ου και οι Πεντάδες. Ο σπαραγμός ενός ανθρώπου που βλέπει όλο

τον κόσμο ως ενσάρκωση του εαυτού του. Ίδια μύτη, ίδιο στόμα, ίδια φρύδια,

ίδια κατατομή. Μετά ίδιο περπάτημα, ίδια ομιλία. Μετά ίδιο αίμα, ίδια ούρα.

Ίδιο σάλιο. Και ύστερα ίδιες σκέψεις. Ίδιες επιθυμίες. Ο άνθρωπος που βιώνει

την ανθρωπότητα ως «αντανάκλαση/ κλάσμα/ κλάση του εαυτού». Μπρε! έκανα, α λα

Σκαρίμπα. Μη σφάλλω; Έσφαλλα.

Αποφάσισα να αφήσω τα ποιητικά του βιβλία (κάπου δέκα Πεντάδες) και να

καταπιαστώ με τα φιλοσοφικά του κείμενα. Μήπως και εκεί βρω το αδύνατο σημείο

του. Κάπου να πατήσω. Άρχισα από την κλασική τετραλογία του: «H ποιητική

κοινωνιολογία των Άρσεων» (4 τόμοι, εκδ. «Πατάκη», 1999). Ανακαλύπτω ότι την

ίδια χρονιά κυκλοφορεί «H ποιητική κοινωνιολογία των Θέσεων» (4 τόμοι εκδ.

«Καστανιώτη»). Και τρελαίνομαι. Ένας χαλκέντερος ή ένας παράφρων; Σε μια

χρονιά 8 τόμοι; Διαβάζω τα 4 πρωτα κεφαλαία των 2 πρώτων τόμων των Άρσεων.

Διαβάζω τα αντίστοιχα κεφάλαια των Θέσεων. Καταπληκτικό. Ένας επιμενίδειος,

γοργιανο-κρατυλίστικος λόγος σε μορφή ultra-sophistica-platonica. Με

εκατοντάδες λατινικά τσιτάτα. Εδώ εξαίρει την ποιητική των αλλοπρόσαλλων, πλην

αμιγών, κοινωνιολογικών Άρσεων. Εκεί σπιθίζει η ποιητική των νοερών

αντι-κοινωνιολογικών Θέσεων. Καταπληκτικό. Ξαναείπα. Πάω στα 3 τελευταία

κεφάλαια του 3ου και 4ου τόμου των Άρσεων. Κάτι μου θυμίζει, λέω. Γυρίζω στα 3

πρωτα κεφάλαια του 1ου και 2ου τόμου των Θέσεων. Μπίνγκο! Εκεί που ο ά-λογος

λόγος έδινε Συν, τώρα ο έλλογος και συνάμα ακατανόητος λογισμός δίνει ένα

αντεστραμμένο Πλην. Πάω στα 3 τελευταία κεφάλαια του 3ου και 4ου τόμου των

Θέσεων. Ο αντεστραμμένος λόγος των 2 πρώτων κεφαλαίων των Άρσεων μού κλείνει

το μάτι. Άρπα τη, μαλάκα, είπα στον εαυτό μου.

Να μην πολυλογώ. Διάβασα όλα τα γλωσσοφιλοσοφικά και φιλοσοφικο-γλωσσικά

κείμενα του ανθρώπου. Διάβασα τις 39 θέσεις του για την ανασύσταση του

ποιητικού κρατισμού. Έμαθα απ’ έξω όλους τους κανόνες για την

Αυτο-ποιητικότητα. K.λπ. κ.λπ. Έγινα ειδικός, έγινα μανιακός, έγινα άρρωστος

μαζί του. Κόλλησα πάνω του. Έγινα το ηχείον του ακατάληπτου, ετεροειδούς λόγου

του. Έγινα ένα στρογγυλό Μηδέν απέναντι στην άρρητη Μονάδα. Ο αδαής εγώ,

ξεχείλιζα δέος (από δικό του κείμενο).

Επέστρεψα στα ποιητικά του. Τα ξαναδιάβασα τρεις φορές. Όμως κάτι με έκανε να

διαβάσω εφτά συνεχόμενες φορές τη Summa Symbolica, ένα ευλογημένο βιβλίο

«υψηλής στάθμης υποστατικού, αντι-νεκυιακού λόγου», όπως εγραψε χαρακτηριστικά

κάποιος επιφανής. Βλέπω πως κάθε ποίημα της Σούμμας είχε τίτλο μια λέξη, ή μια

φράση από τη διαβόητη Κάμα-Σούτρα: λιγκάμ, γιονί, καβάλα λαγού, αφίππευση

καμήλας-γυναίκας, οποριστάκα, βαλάγια, ζαλάκα, στάση μυχού (sic) κ.ά. Όμως η

λέξη που επανερχόταν, ήταν «απαντράβιας». Απαντράβιας εδώ, απαντράβιας εκεί.

Απαντράβιας χάλκινα, ασημένια, φιλντισένια, χρυσά. Τρελάθηκα. Αυτό πρέπει να

σημαίνει κάτι. Ίσως μου δειξει τον δρόμο. Όχι για να γράψω το καταραμένο λήμμα

που χρωστούσα στους εγκυκλοπαιδιστές τώρα και έξι μήνες. Αλλά για να μπορέσω

να εννοήσω τελικά αυτό το Ακατανόητο. Διάβαζα την Κάμα-Σούτρα

πρωί-μεσημέρι-βράδυ. Τρεις βδομάδες Κάμα-Σούτρα κόντεψα να ρέψω. Ώσπου μία

ωραία πρωία ήρθε το φως: «Απαντράβιας: διάφορα αντικείμενα από ποικίλα υλικά

(χρυσό, ξύλο, ασήμι κ.λπ.) που βάζουμε πάνω ή γύρω από το λιγκάμ (πέος) για να

αυξήσουμε το μάκρος ή το φάρδος του ώστε να γεμίσει το γιονί (αιδοίον)».

Αυτοφασκελώθηκα. Όμως κατάλαβα. Και ηρέμησα.

Τα ξαναδιάβασα όλα του. Αλλά τώρα με κλειδί τη μαγική σανσκριτική λέξη. «Όλα,

μάγκες, απαντράβιας», σαν να τον ακούω να καγχάζει. Οι φίλοι του, οι

γαλλοσπουδαγμένοι; Απαντράβιας δικά του για να γεμίσει κάποιο γιονί. Οι

κριτικοί του; Απαντράβιας. Οι πανεπιστημιακοι του; Τα ποιητικά του; Τα

φιλοσοφικά του; Τα πυρωμένα άρθρα του; Εγώ, ο φανατικός αναγνώστης του, ο παρ’

ολίγον λημματογράφος του; Προφανώς ένα από τα πολλά απαντράβιας που

χρησιμοποιεί. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος; Ένα από τα ιερά

απαντράβιας για κάποιο ράθυμο γιονί που κάθεται και περιμένει τον ποιητή Γ.

Ράντσο. Να το φουλάρει.

Το βλακώδες λήμμα «Ο ποιητής και φιλόσοφος Γ. Ράντσος» δεν θα το γράψω ποτέ.

Μετά από την αποκάλυψη, αυτό που θα γράψω είναι ένα λήμμα για μένα. Όπου θα

περιγράφω τον εαυτό μου, όπως θα περιέγραφα εκείνον τον απαντραβιαστή. Και

αυτό ακριβώς κάνω τώρα δα. Αυτο-ορίζομαι ετερο-αυτο-προβαλλόμενος. Έχω ήδη

αναθεωρήσει την ποιητική μου. Άλλωστε δεν με οδήγησε πουθενά. Ακολουθώ

ευλαβικά τον Χρυσό Κανόνα της ραντσικής (ας μου επιτραπεί ο όρος) ποιητικής,

δηλαδή της δικής μου πλέον ποιητικής: «H εντεροκολίτιδα δεν μπορεί να

ξεμπροστιάζει το Ακατανόητο». Μάγκες, είμαι εγώ που το λέω τώρα αυτό. Μηδενίζω

την αναγνωσιμότητά μου σημαίνει αρχίζω νέα τρελά χιλιόμετρα.

Σκέφτομαι χαλαρά. Ήρεμα. Ωραία. Αποφάσισα να του την κάνω. Θα τον αντιγράψω

κανονικά. Θα βγάλω τα ποιήματά του με το όνομά μου. Τι θα κάνει; Θα με πάει

δικαστήριο ή θα θεωρήσει την πράξη μου το απολυτο δείγμα-δήγμα της έπαρσης;

Και θα σκάσει. Ποιος τον ξέρει; Πάντως χάρη σ’ αυτόν αλλάζω τους κανόνες της

αγοράς. Αφήνω πανεπιστημιακές καριέρες και μαλακίες. H αλλοπρόσαλλη θεότητα

των γραμμάτων («μεγάλη κουφάλα» κατά τον Γ.P.) μού έκατσε. Επιτέλους άνοιξε

και για μένα το γιονί της. M’ έκανε πρωτότυπο εκεί που νόμιζα πως είμαι ένα

επονείδιστο είδωλο Εκείνου.

Αντεστραμμένο. Μικρότερο του πραγματικού. Που αυτο-σκιαμαχεί. Σε τούτο το

παίγνιον της ιερής μαγκιάς μου το είδωλο είναι άλλος: ένας τοσοδούλης

απαντραβιαστής που γίνεται με τη σειρά του («εδώ σ’ έχω τώρα!») ένα από τα

πολλά απαντράβιας, που άρχισα να χρησιμοποιώ. Προς ίδιον όφελος, φυσικά.

Φυσικά; Βεβαίως, γιατί όχι;