«Μπροστά στην ατσάλινη βεβαιότητα της κατοχής των εδαφών απ’ τη μια και της

τρομοκρατίας απ’ την άλλη, η φιλία ανάμεσά μας φαντάζει ανέφικτη», γράφει η

Ντορίτ Ραμπινιάν στον Χασάν Χουράνι

«Εγώ κολυμπώ σαν ψάρι», καυχήθηκα για τις κολυμβητικές μου ικανότητες. Και

πριν ακόμη προλάβεις να αντιδράσεις, επιδόθηκα σε μία ατέλειωτη, ενθουσιώδη

φλυαρία σχετικά με τη Μεσόγειο (…) Εσύ σιωπούσες. «Αλήθεια, πώς γίνεται να

μην ξέρεις κολύμπι;» σε πείραξα. «Και η παραλία της Γάζας;» Χαμογέλασες με

εκείνο το θλιμμένο χαμόγελό σου και μου περιέγραψες τις δυσκολίες που

προβάλλει ο ισραηλινός στρατός κατοχής στη διέλευση των κατοίκων της Δυτικής

Όχθης προς τη Λωρίδα της Γάζας. H αμηχανία με ακινητοποίησε, όταν μέτρησες στα

δάχτυλα του ενός χεριού σου τις φορές που βούτηξες στα νερά της Μεσογείου,

καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής σου. Αυτή η ανισότητα των ελευθεριών μας ήταν

ένα δυνατό χαστούκι για μένα, επειδή το ίδιο εκείνο βράδυ, στη Νέα Υόρκη, είχε

επιτευχθεί μία απόλυτη ισότητα ανάμεσά τους (…)

Μεμιάς τα πάντα αναμεταξύ μας έγιναν πολιτικό θέμα. H ισραηλινο-παλαιστινιακή

διένεξη ήρθε σαν μεγάλο κύμα και πλημμύρισε τη χαλαρή ρωγμή που απλώθηκε από

σώμα σε σώμα. Για μια μακρόσυρτη στιγμή βαδίζαμε χωρίς να μιλάμε. Αυτό που

κατάφερε να μας συνδέσει άμεσα ήταν κι αυτό που ενέτεινε τώρα μια κάποια

απομάκρυνση (…) «Αλλά εγώ πιστεύω πραγματικά πως εσείς κι εμείς πρέπει να

μοιραστούμε αυτή τη θάλασσα, πρέπει να μάθουμε να κολυμπάμε μέσα της μαζί». H

διαμάχη που είχε ξεκινήσει εκεί, στις δύο τα ξημερώματα, συνεχίστηκε καθ’ όλη

τη διάρκεια του χειμώνα. Το καλοκαίρι, αίφνης, έπαψε.

Ο καταθλιπτικός χειμώνας με έφερε στα όριά μου στις 10 Ιουνίου. Αγόρασα ένα

αεροπορικό εισιτήριο και σε ενημέρωσα ότι επρόκειτο να επιστρέψω στη χώρα σε

πέντε ημέρες. Με ρώτησες με ζήλια, «Επιστρέφεις στην εστία;» Ανατρίχιασα, όπως

κάθε φορά που προφέραμε αυτή τη λέξη. Ποτέ δε σου εξομολογήθηκα αυτή την

ανατριχίλα. Δεν ξέρω ποιος από τους δυο μας είχε κάνει την αρχή και ποιος

συνέχισε, πότε σταματήσαμε να λέμε «Ισραήλ» ή «Παλαιστίνη». Απλά λέγαμε «η

εστία» και εννοούσαμε τον ίδιο τόπο. Εσύ, με βλέμμα Μεσσία, θεωρούσες ότι

ανέκαθεν ήταν ένας τόπος. Στα δικά μου μάτια, από απόσταση χιλιάδων

χιλιομέτρων, παραδόξως η ίδια η διένεξη που χώριζε τους δύο τόπους, φάνταζε να

τους έχει ενοποιήσει (…)

«Ο Χασάν παντού», είναι ο τίτλος του παιδικού βιβλίου που ετοίμαζε ο Χασάν

Χουράνι. Πρόλαβε να προσθέσει χρώμα μόνο σε δέκα σκίτσα. Σε ένα απ’ αυτά

(αριστερά) μια διαφορετική Νέα Υόρκη -εκεί, όπου γνώρισε την Ντορίτ Ραμπινιάν-

ονειρική και… ανατολίτικη. Ο ήρωας του βιβλίου του περιπλανάται σε ονειρικά τοπία

H ειρήνη που εσύ ονειρευόσουν θα πραγματοποιηθεί τη μέρα που θα ιδρυθεί μεταξύ

της θάλασσας και του ποταμού ένα διεθνικό κράτος, κοινό και για τους δύο

λαούς. Θυμάμαι πώς έλαμπαν τα μάτια σου, όταν το περιέγραφες με τα χέρια

απλωμένα: ισότιμο, ελεύθερο, χωρίς σύνορα. Εσένα σε κατέκλυζε σαν έκφραση

ευχής κι εμένα με έκανε να ανατριχιάζω σαν καταστροφική προφητεία. Εξαιτίας

αυτού του χάσματος, η μεταξύ μας διαμάχη δεν οδηγούσε πουθενά (…)

Εγώ προσευχόμουν -και ακόμη προσεύχομαι- για μια ταπεινή ειρήνη, συμβιβαστική,

μετριοπαθή, όταν εσύ ονειρευόσουν μια αρμονική ειρήνευση, ουτοπική, σαν αυτή

που περιέγραφε ο Τζον Λένον. Σου δήλωσα πως αυτή ήταν μια ανέφικτη ειρήνη και

σχεδόν απελπιστική, εξαιτίας του απραγματοποίητου που εμπεριέχει. Το επανέλαβα

πεισματικά πως η ρήξη μίσους και καχυποψίας και η έχθρα ανάμεσα στους δυο

λαούς είναι πολύ βαθιά και τραγική, ώστε να πραγματοποιηθεί ένα τέτοιο όνειρο.

Εσύ με κορόιδευες και έλεγες ότι είμαι δύσπιστη, ότι στενεύω τον ορίζοντα της

σκέψης μου. Κι εγώ σου είπα πως αμβλύνω τις προσδοκίες μου στο μέγεθος δύο

μικρών, διαφορετικών κρατών, γιατί ένα μεγάλο, ενιαίο κράτος θα ήταν το τέλος

του Κράτους του Ισραήλ. Εσύ αγνόησες τα συνθήματα που παρέθετα και μου έκοψες

τη φόρα, λέγοντας ότι μόνο η παράταση της κατοχής εδαφών μπορεί να αφανίσει το

Ισραήλ. Είπα ότι ήμουν γεμάτη ντροπή και επικρίσεις για την ισραηλινή

πραγματικότητα και την κατοχή εδαφών που αποτελεί ένα καίριο σημείο, αλλά δεν

θα ήθελα να αλλάξει πέραν αυτών των αρνητικών και επιζήμιων σημείων. Είπες ότι

είμαι κοντόφθαλμη, ότι το μέλλον που προβλέπεις για μας είναι στην ουσία μια

νηφάλια ανάγνωση του δημογραφικού χάρτη.

Ήθελα να έρθει η μέρα όπου εγώ θα χρειάζομαι διαβατήριο για να σε επισκεφτώ

στη Ραμάλλα. Ήθελα να έρθεις στο Τελ Αβίβ και να μπορείς να κινείσαι ελεύθερα

και με ασφάλεια, όταν σε φιλοξενήσω στο σπίτι μου. Μου αρέσει η σκέψη ενός

παλαιστινιακού κράτους με σύνορα την πράσινη γραμμή, επειδή, μεταξύ άλλων,

τότε θα αποκτήσει τελικά τα δικά του σύνορα και το Ισραήλ. Ελπίζω να ζω και να

δω την Ημέρα της Παλαιστινιακής Ανεξαρτησίας, επειδή, μεταξύ άλλων, τότε θα

αισθανθώ πιο ελεύθερη να γιορτάσω τη δική μου Ημέρα Ανεξαρτησίας. Ίσως σου το

έχω πει ή ίσως το σκέφτηκα μόνο με αγωνία, ότι ένα διεθνικό κράτος μπορεί να

ανακατέψει όλα τα φύλλα της τράπουλας, να αντιστρέψει τους ρόλους μας στη

μεταξύ μας τραγωδία. Δε θέλω ο λαός μου να εξακολουθήσει να είναι ο

κατακτητής, ούτε όμως θέλω να αποτελέσει μειονότητα. Καθώς φαίνεται, οριοθετώ

το όνειρό μου σε μια παγερή, χλωμή, φειδωλή ειρήνη, επειδή το δικό σου όνειρο

ήταν πολύ ωραίο για να μπορέσει να βγει αληθινό.

(…) Μετά σηκωνόσουν και, χωρίς μια στάλα πικρίας, ξεκινούσες πάλι από την

αρχή, ξανά και ξανά, σαν αληθινός, ακάματος δρομέας για την ειρήνη, μου

απεικόνιζες τη δική σου προφητεία του τέλους του κόσμου. Στο σύμπαν του

δωματίου σου άρχιζε να απλώνεται τότε μια μεγάλη χώρα, γενναιόδωρη, ιδανική.

«Ισραστίνη ή Παλαιστιήλ», γελούσες αίφνης, «θα την ονομάσουμε όπως θέλεις».

Μου εξηγούσες πως υπάρχουν εδώ δύο λαοί, αλλά μόνο μία χώρα. Οι υδάτινοι πόροι

μας εξαρτώνται ο ένας από τον άλλο, η οικονομία του ενός τροφοδοτεί την

οικονομία του άλλου και τούμπαλιν, οι ιεροί τόποι των δύο θρησκειών

συνυπάρχουν στην ίδια πόλη, η θέα, οι δρόμοι και οι οικισμοί, όλη η αέρινη

έκταση που απλώνεται από πάνω τους, είναι συνυφασμένα, όπως εμείς. Τα μάτια

σου άνοιγαν τότε διάπλατα με θαυμασμό και ύψωνες τα φρύδια προς τις τρεις

οριζόντιες ρυτίδες που χαράκωναν το μέτωπό σου: «Αφού το ξέρεις, βαθιά μέσα

σου, πως τα εγγόνια μου και τα εγγόνια σου θα ζήσουν μαζί σ’ αυτή τη χώρα».

Γιατί όχι τώρα, με ρωτούσες, γιατί όχι εμείς;

Δίπλα στην ελληνική εκκλησία

Κατοικώ τώρα δίπλα στην ελληνική εκκλησία, απέναντι από το λιμάνι. H θάλασσα

κυκλώνει το σπίτι που νοίκιασα και προβάλλει από κάθε δωμάτιο, από κάθε

παράθυρο. Ο θάνατός σου την κυρίευσε έκτοτε. Αυτός ο θάνατος σε έκανε

αμετάκλητα παντοδύναμο, έγινες ο Χασάν που είναι παντού. Χάρη σ’ αυτόν

απέκτησες επιτέλους την πιο γαλάζια ταυτότητα και ίπτασαι απόλυτα ελεύθερος

πάνω από αυτή τη χώρα (…)

(…) Σε λίγο θα μπούμε στο Φεβρουάριο και ο ήλιος λάμπει ήρεμα, ως συνήθως.

Παρακολουθώ τα δελτία ειδήσεων στην τηλεόραση και διαβάζω εφημερίδες και, σε

αντίθεση με την πραγματικότητα που περιγράφουν, η μετριοπάθεια που έμαθα από

σένα φαντάζει τώρα μια φαντασίωση. Τα πάντα μοιάζουν να ανατρέπουν το μικρό,

το προσωπικό μας σύμφωνο ειρήνης και το καθιστούν σχεδόν άτοπο. Υποπτεύομαι

τον ίδιο μου τον εαυτό, σαν να έπλασα με ενθουσιασμό μια ιστορία για έναν

άντρα που ήρθε από το μέλλον και μου περιέγραψε την ειρήνη που πρόκειται να

επιτευχθεί κάποια μέρα κι έπειτα εξαφανίστηκε πάλι.

Αλλά εγώ μπορώ να ορκιστώ πως πράγματι υπήρξες. Ξέρω πως εγώ κι εσύ γευτήκαμε

μια αληθινή συνύπαρξη, μια μικρή γρήγορη, μεθυστική ρουφηξιά από όλο αυτό. Για

να κάνω τον εαυτό μου να αισθανθεί άσχημα, φέρνω στο νου μου τη συγκεκριμένη

έκφραση του προσώπου σου, πίσω από τους καπνούς των τσιγάρων, μέσα στην ομίχλη

της μέθης ή πίσω από τη μεμβράνη των ξηρών δακρύων που προκαλούσε η παγωνιά

(…) Έλεγες πως ίσως πρέπει να ιδρύσουμε ένα κίνημα διαμαρτυρίας που να

αποτελείται από φίλους. Εγώ θα σου γνωρίσω τους Ισραηλινούς μου φίλους κι εσύ

τους Παλαιστινίους φίλους σου. Θα κάνουμε ένα πάρτυ, ενθουσιάστηκες με την

ιδέα, πολλά πάρτυ! Έπειτα, όλοι οι φίλοι μου και οι δικοί σου θα συστήσουν με

τη σειρά τους τους δικούς τους φίλους στους άλλους. Κι έτσι θα δυναμώσει, θα

πολλαπλασιαστεί σαν τρελό κύτταρο, θα εξισορροπήσει την απουσία ισορροπίας. Οι

άνθρωποι θα νοιάζονται ο ένας τον άλλο, θα αγαπούν ο ένας τον άλλο. Θα υπάρξει

παρηγοριά, αμοιβαιότητα. Θα δεις, πήρες άλλη μιαν ανάσα και έβγαλες τον αέρα

σιγά σιγά από τα πνευμόνια σου, θα αλλάξει την όλη κατάσταση. Ένα τέτοιο

κίνημα, σου λέω, μπορεί να αλλάξει όλο τον πολιτικό χάρτη στη Μέση Ανατολή.

Και μετά ξέσπασες σε γέλια.

ΠΟΙΟΙ EINAI

Μια σχέση «ανέφικτη, μια τρελή φαντασίωση»

Ντορίτ Ραμπινιάν

Γεννήθηκε στο Ισραήλ το 1972 και ζει στο Τελ Αβίβ. Έγραψε το πρώτο της

μυθιστόρημα, «Ο δρόμος με τις αμυγδαλιές στην Ομεριτζάν» στα 22 της και η

έκδοσή του το 1995 την καθιέρωσε ως μιαν από τις σημαντικότερες παρουσίες στη

νεανική εβραϊκή λογοτεχνία. Το 1999 εκδόθηκε το δεύτερο βιβλίο της, «Οι νύφες

της Περσίας» (κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδ. Λιβάνη), ενώ το

κινηματογραφικό της σενάριο, «Shuly’s Fiancee», απέσπασε το 1997 το βραβείο

του καλύτερου δράματος από την Ισραηλινή Ακαδημία Κινηματογράφου.

Χασάν Χουράνι

Γεννήθηκε το 1974 στη Χεβρώνα. Το 1992 άρχισε τις σπουδές του στην Ανωτάτη

Σχολή Καλών Τεχνών της Βαγδάτης, ενώ το 1997 δίδαξε καλές τέχνες στο κολέγιο

της Ένωσης Γυναικών της Ραμάλας και εργάστηκε στην αίθουσα τέχνης «Ματάλ» και

στο κέντρο τέχνης «Ουασίτι» της Ανατολικής Ιερουσαλήμ. Το 2001 ταξίδεψε στη

Νέα Υόρκη, όπου παρουσίασε τα έργα του σε έκθεση στο κτίριο του ΟΗΕ. Στα

φεστιβάλ μοντέρνας τέχνης που πραγματοποιήθηκαν στη Ραμάλα (1993) και στην

Ανατολική Ιερουσαλήμ (2000) απέσπασε το πρώτο και το δεύτερο βραβείο

αντίστοιχα. Στις 6.8.2003 ο Χουράνι πνίγηκε στη θάλασσα της Γιάφας,

προσπαθώντας να σώσει τον ανιψιό του. Κατάφερε να προσθέσει χρώμα μόνο σε δέκα

από τα σαράντα σκίτσα που επρόκειτο να συμπεριληφθούν στο παιδικό βιβλίο του

«Ο Χασάν παντού». Το βιβλίο θα εκδοθεί με την αρωγή του πολιτιστικού φορέα

«Κάταν» μέσα στο 2004.

Μετάφραση από τα εβραϊκά: Χρυσούλα Παπαδοπούλου

Επιμέλεια: Αριστοτελία Πελώνη