Ο Φώτης Πολυμέρης με τον Νίκο Γούναρη, που τον θαύμαζε και τον υπεραγαπούσε

σαν καλλιτέχνη και σαν άνθρωπο

«Στο μικρό καφενεδάκι της Κολούμπια μαζευόμασταν όλων των ειδών και ποιοτήτων

μουσικοί και τραγουδιστές. Μουσικοί τιτάνες και μουσικοί νάνοι, μαέστροι με

εξακόσια διπλώματα και κλαρινιτζήδες που αν τους έλεγες τη νότα «ρε» θα σε

έστελναν στον διάολο. Ευρωπαϊστές ρεμπέτες, Ηπειρώτες, Βλάχοι, Αρμένιοι,

Πόντιοι, Αιγύπτιοι που ερχόντουσαν και ηχογραφούσαν στην Ελλάδα. Εκεί μέσα

ώσπου να ξεβρωμίσει η αίθουσα της ηχοληψίας από το χασίσι και το αλκοόλ έπρεπε

να περάσουν τρία μερόνυχτα». Αφηγήσεις από τον Φώτη Πολυμέρη, έναν από τους

κορυφαίους, εν τη ζωή, τροβαδούρους του ελληνικού τραγουδιού, στην

αυτοβιογραφία του «Των αναμνήσεων η λιτανεία», που έχει επιμεληθεί η κόρη του

Φανή Πολυμέρη – Τσεμπερούλη και κυκλοφορεί εντός των ημερών από τις Εκδόσεις

Άγκυρα.

Ο καλλιτέχνης που ερμήνευσε με λυρισμό και ευαισθησία περίπου 400 τραγούδια

τού ελαφρού και λαϊκού ρεπερτορίου, μιλάει για την πολυτάραχη ζωή του και

αναφέρεται στα προπολεμικά χρόνια, στα πρώτα του βήματα στο τραγούδι, ενώ

δίνει συγκλονιστικές λεπτομέρειες για τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του

Εμφυλίου.

H φιλοσοφία τού Φώτη Πολυμέρη στηρίζεται στο τρίπτυχο ενός τραγουδιού

που έγραψε και τραγούδησε ο ίδιος: «Γέλα, αγάπα και τραγούδα». Έτσι κατέγραψε

όσα έζησε, στο διαμέρισμά του, στο Παγκράτι, όπου ζει τα τελευταία χρόνια,

μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Ξεκινώντας από την «Κιθάρα του πατέρα»,

και το «Άσ’ τα τα μαλλάκια σου» ώς την «Αραπιά» και τη «Φατμέ».

«Τη ζωή μου γράφω στην απλή, ζεστή γλώσσα του λαού μας, καθώς λαός κι εγώ,

άνθρωπος μιας εποχής που εύχομαι να μην ξαναζήσουν οι άνθρωποι του πλανήτη

μας. Μιας εποχής το λιγότερο να πω… τραγικής», τονίζει στο προλογικό του

σημείωμα. Ο τίτλος του βιβλίου της ζωής του προέρχεται από ένα τραγούδι που

έγραψε πριν από τριάντα χρόνια στην ξενιτιά, «Των αναμνήσεων η λιτανεία»: «Σαν

σουρουπώνει στην πικρή την ξενιτιά/ και τα καντήλια τους ανάβουνε τ’ αστέρια,

/ έρχεται η θλίψη και φωλιάζει στην καρδιά/ και σ’ αγκαλιάζει με τα μαύρα της

τα χέρια».

«Γεννήθηκα στην Πάτρα», γράφει. «Καθαρά Δευτέρα πρωί του 1920. Οι γονείς μου,

όπως και όλοι οι πρόγονοί μου, ήταν Κεφαλονίτες. Ο πατέρας μου Ευάγγελος

Πολυμέρης από τα Κουβαλάτα και η μητέρα μου Άιντα Βώρρου από τον Άγιο Δημήτρη,

δύο μικρά χωριά του Ληξουρίου. Το πραγματικό μου επώνυμο είναι Παλημέρης, που

προέρχεται από την αρχαία ονομασία του Ληξουρίου που είναι «Παλική». Κάποιος

όμως απαίδευτος παπάς ή ανεύθυνος δημόσιος υπάλληλος έγραψε σε κάποιο δημόσιο

έγγραφο «Πολυμέρης», δημιουργώντας μου έτσι προβλήματα που με παίδεψαν αρκετά

μέχρι να τα λύσω. Πάλι καλά, γιατί στον στρατό με είχαν «Παλημένο»! Ήμασταν

επταμελής οικογένεια, πατέρας, μητέρα, δύο κορίτσια, τρία αγόρια. Οι γονείς

μου χωρίς περιουσιακά στοιχεία. Ο μόνος που θα μπορούσε να μας βοηθήσει ήταν ο

παππούς μου Φώτης, πατέρας τού πατέρα μου. Είχε διακόσια στρέμματα γης στο

λιβάδι του Ληξουρίου και έβγαζε σταφίδα».

Δύσκολα τα χρόνια στην Πάτρα, πιο δύσκολα στον Κολωνό, όταν η

οικογένεια του ήρθε στην Αθήνα.«Ένα απόγευμα Κυριακής που τραγουδούσαμε στο

σπίτι, μπήκε στον κήπο μας ένας νέος άνθρωπος, βέβαια μεγαλύτερος από εμάς,

μας άφησε να τελειώσουμε το τραγούδι και μετά ήρθε και συστήθηκε μόνος του:

«Λέγομαι Γιάννης Βέλλας», είπε. «Έχω συγκρότημα χαβαγιανέζικο και ζητώ τενόρο

για να κάνω δίσκο». Από ‘κει ξεκινάμε για τον πρώτο δίσκο και αρχίζει η

επαγγελματική μου καριέρα στο τραγούδι. Ήμουν τότε 15-16 χρόνων».

«Ο Αττίκ έκανε σπίτι από την αποζημίωση»

Μπροστά στη βέσπα του το 1957, όταν είχε γράψει το τραγούδι «Το κορίτσι, το

βεσπάκι μου κι εγώ»

«Αν ο Αττίκ, ο Κλέων Τριανταφύλλου, είχε γεννηθεί σε άλλο κράτος, θα τον είχαν

τιμήσει το λιγότερο με μία προτομή. Από τη «Μάντρα» του πέρασε όλη η

πνευματική Ελλάδα εκείνης της εποχής, ακόμα και ο ίδιος ο Καζαντζάκης. Όπως

χαρακτηριστικά έλεγε, «Εδώ πουλάμε πνεύμα, όχι οινόπνευμα». Ο Αττίκ έκανε ένα

σπίτι στα Πατήσια με την αποζημίωση που πήρε από τον Κάνμαν, ο οποίος του είχε

κλέψει την εισαγωγή από το τραγούδι του «Αν βγουν αλήθεια» και έγραψε την

«Πριγκίπισσα του ιπποδρομίου». Πήρε την εποχή εκείνη 470.000 δραχμές, που ήταν

πάρα πολλά χρήματα.

H Λουΐζα Ποζέλι, το Ποζελάκι, ήταν ένα κοριτσάκι-θαύμα που έβγαλε στο τραγούδι

ο Αττίκ. Το κάθιζε πάνω στο πιάνο και τραγουδούσε. Στο τέλος, το ερωτεύτηκε ο

ίδιος. Σκεφθείτε τον Αττίκ να ερωτευθεί ένα κοριτσάκι που ήταν οκτώ-δέκα

ετών… Με το κοριτσάκι αυτό μπορώ να πω ότι ήταν ερωτευμένη η νεολαία αν όχι

όλης της Ελλάδας, της Αθήνας οπωσδήποτε».

Ένα διαμάντι πολλών καρατίων

«Όταν εργαζόμουν κλητήρας στη γερμανική ασφαλιστική εταιρεία Alliance, ένα

ανοιξιάτικο απόγευμα του 1937, μπήκε ο Ζοζέφ Κορίνθιος μαζί με τον Νίκο

Γούναρη. Είχαμε ήδη κάνει με τον Ζοζέφ πολλά σουξέ με τις χαβάγιες και ο Νίκος

ήθελε να με γνωρίσει. Έτσι γνωρίστηκα με ένα διαμάντι πολλών καρατίων που ήταν

ο Νίκος. Μού είπε να κάνουμε ένα ντουέτο και του απάντησα πως θα είναι τιμή

μου. Έτσι γυρίσαμε δίσκο το τραγούδι του Κορίνθιου «Ποιος σου είπε πως δεν σ’

αγαπώ». Στη συνέχεια εκτός από σόλο τραγούδια που έκανα, μαζί με τον Νίκο

τραγουδήσαμε πριν από τον πόλεμο εξήντα έως εβδομήντα τραγούδια: το «Βρε

ντουνιά», το «Ένας κορίτσαρος», τη «Μαρή», το «Μαχαραγιάς αν ήμουνα» και άλλα.

Επίσης έκανα ντουέτο με τη Δανάη Στρατηγοπούλου, η οποία είπε στον μαέστρο

Κώστα Γιαννίδη στα γαλλικά, όταν με πρωτογνώρισε: «Τι μου έφερες αυτό το

μικρό, να το βυζάξω;». Ήμουν τότε 17 χρόνων».

INFO

Φώτης Πολυμέρης, «Των αναμνήσεων η λιτανεία» (με CD), Εκδόσεις Άγκυρα, Σελ.

242, Τιμή: 15,80 ευρώ.