«H μιζέρια στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού οφείλεται και σε ορισμένους

ραδιοφωνικούς σταθμούς και κανάλια που παίζουν ώρες ολόκληρες λαϊκίστικα

τραγούδια, δημιουργώντας έτσι μια κακή μουσική συνείδηση κυρίως στη νεολαία,

που τρέφεται με ανούσια λόγια και κακή μουσική», λέει ο Χρήστος Νικολόπουλος

«Το λαϊκό τραγούδι σήμερα βρίσκεται σε «πολεμικό κλοιό» και είναι αντιμέτωπο

με φανερούς αλλά και ύπουλους αντιπάλους. Εγώ που γεννήθηκα, ζω και δημιουργώ

σ’ αυτόν τον χώρο, δίνω τη μάχη στην πρώτη γραμμή, για να περάσει αυτό το

γνήσιο είδος τραγουδιού στο ευρύ κοινό».

Με γόνιμο προβληματισμό ο Χρήστος Νικολόπουλος (συνθέτης, μουσικός και

δεξιοτέχνης του μπουζουκιού) μιλάει στα «NEA» για το παρόν και το μέλλον του

λαϊκού τραγουδιού και λέει ποιοι το«μπλοκάρουν»: «Ορισμένα τηλεοπτικά κανάλια

και κάποιοι ραδιοφωνικοί σταθμοί έχουν βάλει απαγορευτικό στο ποιοτικό λαϊκό

τραγούδι και προβάλλουν και μεταδίδουν τραγούδια χωρίς ουσία και περιεχόμενο,

που τα ονομάζουν «λαϊκά». Εκείνο όμως που τσακίζει τους δημιουργούς και τους

ερμηνευτές του ελληνικού τραγουδιού είναι η πειρατεία. Δυστυχώς, οι πειρατές

με τα CD έχουν γίνει καθεστώς και δρουν εις βάρος μας με την απόλυτη ανοχή της

Πολιτείας, αφού δεν ενεργοποιείται ο νόμος για να τους αντιμετωπίσει.

Οι Νιγηριανοί πειρατές έχουν αυξηθεί και έχουν δημιουργήσει δικό τους

καθεστώς. Με σύγχρονα μηχανήματα, που λειτουργούν παράνομα στην Αθήνα,

μεταγράφουν και ανατυπώνουν χιλιάδες CD και τα πωλούν οι ίδιοι σε όλη την

Ελλάδα», λέει ο Χρήστος Νικολόπουλος. «Το φαινόμενο της πειρατείας είναι

παγκόσμιο, αλλά στη χώρα μας είναι μοναδικό, από την άποψη ότι δεν εφαρμόζεται

ο νόμος που υποτίθεται ότι προστατεύει εμάς τους δημιουργούς και τους

τραγουδιστές. Οι περισσότεροι πειρατές CD, οι οποίοι συλλαμβάνονται και

οδηγούνται στο αυτόφωρο, εξαγοράζουν την ποινή τους και ασύδοτοι πλέον

συνεχίζουν τη δουλειά τους. Αποτέλεσμα, να θησαυρίζουν εκείνοι – με την ανοχή

της ελληνικής Πολιτείας – και να βρίσκονται σε πολύ άσχημη οικονομική

κατάσταση συνθέτες, στιχουργοί και τραγουδιστές, κυρίως οι παλαιότεροι, οι

οποίοι ελπίζουν στην είσπραξη ποσοστών από τις επανεκδόσεις που κάνουν οι

εταιρείες».

Για την υψηλή τιμή των CD, ο Χρήστος Νικολόπουλος πιστεύει ότι τα

τελευταία δύο χρόνια υπάρχει παράλληλη αύξηση τιμών σε όλους τους παράγοντες

που συντελούν για την έκδοση και κυκλοφορία ενός δίσκου. Είναι υψηλά τα

μεροκάματα των μουσικών και των τεχνικών στα στούντιο, την κοπή δίσκων, τη

διακίνηση.

«Σύμφωνα με τα σημερινά δεδομένα και τον τρόπο ζωής», λέει, «ένα CD που

κοστίζει 16 ευρώ δεν βγάζει τα έξοδά του. Με το ίδιο ποσόν αγοράζεις μια

τούρτα από ένα ζαχαροπλαστείο, ενώ 25 ευρώ κόστιζε μια βασιλόπιτα. Ενώ ένα CD

αποτελεί – εφόσον είναι ποιοτικό – πνευματική επένδυση ή μια επένδυση για

ψυχαγωγία, που τόσο μεγάλη ανάγκη έχει σήμερα ο μέσος Έλληνας. Όλα αυτά,

πάντως, έχουν φέρει στη στείρα εποχή μας μεγάλη μιζέρια στον χώρο και τον

κόσμο του τραγουδιού και ειδικότερα του λαϊκού.

H δισκογραφική εταιρεία με την οποία συνεργάστηκα για το τελευταίο μου CD,

«Δική μου η χαρά» με τους δέκα τραγουδιστές, μου έβαλε πλαφόν να ολοκληρώσω τη

δουλειά αυτή σε 150 ώρες στούντιο. Εγώ το θεώρησα απίθανο, πλήρωσα παραπάνω,

ώστε να υπάρξει πληρότητα. Πρέπει να πω ότι οι δισκογραφικές εταιρείες δεν

λειτουργούν συναισθηματικά όπως είχαμε συνηθίσει παλαιότερα. Δεν τους

ενδιαφέρει, σήμερα, η ποιότητα και η γνησιότητα του λαϊκού τραγουδιού. Δεν

επενδύουν γι’ αυτά. Προτιμούν το χαμηλό κόστος και το μεγάλο εμπορικό κέρδος».

Ορχηστρικά. Παράλληλα, ο Χρήστος Νικολόπουλος ετοιμάζει και επόμενο

δίσκο με 14 ορχηστρικά κομμάτια πάνω σε λαϊκούς δρόμους και ρυθμούς. «H

οργανική μουσική είναι κάτι που με γεμίζει», λέει και πιστεύει πως μέσα από τα

ορχηστρικά του το μπουζούκι παίρνει τον πρωταγωνιστικό του ρόλο, όπως του

αξίζει.

«Δική μου η χαρά» από δέκα φωνές

«Νιώθω μεγάλη χαρά όταν κάνω δισκογραφική δουλειά με πολλούς ανθρώπους», λέει

ο Χρήστος Νικολόπουλος. «Γι’ αυτό έδωσα αυτόν τον τίτλο στον καινούργιο μου

δίσκο, «Δική μου είναι η χαρά». Από παιδί πίστευα στη συλλογική δουλειά, γιατί

έχει πάντα θετικά αποτελέσματα για το κοινό και για μένα. Δεν προτιμώ ένας

δίσκος μου να γίνεται με έναν τραγουδιστή σε προσωπικό επίπεδο. Υπήρχε βέβαια

και το προηγούμενο της επιτυχίας σ’ έναν άλλο δίσκο μου, το 1989, «Τραγούδια

για τους φίλους μου», όπου τραγούδησαν οι Αγγελόπουλος, Διονυσίου, Νταλάρας,

Μητσιάς και άλλοι παλιότεροι. Σήμερα σκεφθήκαμε πάλι με τον φίλο μου Λευτέρη

Χαψιάδη, που έγραψε τους στίχους, να κάνουμε έναν συλλογικό δίσκο. Οι στίχοι

σχολιάζουν σύγχρονα γεγονότα και προβλήματα, έχουν έναν σαρκασμό, αλλά και μια

σοβαρότητα. Υπάρχουν και ωραία ερωτικά τραγούδια.

Είναι ένας καθαρά λαϊκός δίσκος με σύγχρονη ακουστική. Δουλέψαμε όλοι με κέφι,

επί επτά μήνες. Ο κόσμος θα κρίνει το αποτέλεσμα. Με βοήθησαν στην

ενορχήστρωση ο νέος μουσικός Γιώργος Παπαχριστούδης και στην οργάνωση της

παραγωγής ο Ανδρέας Ροδίτης. Τραγουδούν δέκα τραγουδιστές κι εγώ: Ελένη

Βιτάλη, Γλυκερία, Κώστας Δόξας, Κώστας Μακεδόνας, Γιώργος Μαργαρίτης, Γιώργος

Μαρίνος, Μαριώ, Δημήτρης Μητροπάνος, Αντώνης Ρέμος, Πασχάλης Τερζής.

Ορισμένα από τα τραγούδια μου αυτά παρουσιάζω στο λαϊκό πρόγραμμα στο «Taboo»,

όπου εμφανίζομαι τα βράδια με τον Γιώργο Χατζηνάσιο. Στο συγκρότημά μου

τραγουδούν οι Ηλίας Μακρής, Μαρία Σπυροπούλου και Γεωργία Δασκαλάκη».