Οι τοίχοι στο Δαφνί ήταν ο κόσμος του όλος τα τελευταία 51 χρόνια. Διεγνώσθη με βαριά νοητική υστέρηση σε πολύ μικρή ηλικία. Οταν έγινε 10 ετών πέρασε για πρώτη φορά την πύλη του νοσοκομείου.

Μεγάλωσε ξαπλωμένος, ενίοτε καθηλωμένος, σε ένα από τα κρεβάτια του Ψυχιατρικού Νοσοκομείου Αττικής (ΨΝΑ), εκεί όπου την περασμένη Παρασκευή βρήκε τραγικό θάνατο από τη φωτιά που ξέσπασε.

Στο κτίριο 7, το οποίο τυλίχτηκε στις φλόγες, βρέθηκαν νεκροί από τις αναθυμιάσεις ακόμη δύο ασθενείς που νοσηλεύονταν εκεί τα τελευταία έξι χρόνια. Σαράντα ενός και 51 ετών, αντίστοιχα.

Τον έναν από αυτούς δεν τον αναζήτησε κανείς. Οχι μόνο για να λάβει τη σορό του. Οσα χρόνια βρισκόταν στο Δαφνί δεν δέχτηκε καμία επίσκεψη. Σε αντίθεση, τον φερόμενο ως υπαίτιο της πυρκαγιάς τον είχε επισκεφθεί η μητέρα του εκείνη την Παρασκευή. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο δεν ήταν δεμένος. Σύμφωνα με πληροφορίες –αναμένεται το πόρισμα της Ενορκης Διοικητικής Εξέτασης (ΕΔΕ) -, ο 35χρονος έβαλε φωτιά στον θάλαμο με αναπτήρα.

Τέσσερις μήνες πριν, ακόμα μία τραγωδία είχε εκτυλιχθεί στο Δαφνί: ένας 42χρονος ασθενής –είχε χαρακτηριστεί ως οξύ περιστατικό –κατάφερε να λυθεί. Το κουτάλι που κρατούσε στα χέρια του μετατράπηκε σε φονικό όπλο. Με αυτό χτυπούσε ανελέητα το κεφάλι ενός 63χρονου τροφίμου, ώσπου να ξεψυχήσει.
Αυτά τα δύο σοβαρά περιστατικά που έχουν κοστίσει συνολικά τη ζωή τεσσάρων ανθρώπων βάζουν το Δαφνί και την ψυχιατρική μεταρρύθμιση –ένα πρόγραμμα που σέρνεται επί δεκαετίες στη χώρα μας με αμφίβολα αποτελέσματα –στο μικροσκόπιο.
Η διαφορετική πραγματικότητα

Το βέβαιο είναι ότι σύμφωνα με τον νομοθέτη το Δαφνί θα έπρεπε να είχε κλείσει ήδη από τον Ιούνιο. Το σχέδιο προέβλεπε τη μεταφορά των ασθενών είτε σε εξωτερικές (εξωνοσοκομειακές) δομές είτε στα ψυχιατρικά τμήματα των δημόσιων νοσοκομείων. Σημειωτέον ότι στην Αττική λειτουργούν οκτώ ψυχιατρικά τμήματα στο ΕΣΥ, το ίδιο σχέδιο ωστόσο άναβε το πράσινο φως για την ίδρυση επιπλέον εννέα σε μια προσπάθεια να εξαφανιστούν τα ράντζα.

Σε κάθε περίπτωση, και παρά τις αιτίες των καθυστερήσεων για την ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική. Το Δαφνί παραμένει εν λειτουργία, έχοντας υπό τη φροντίδα του περίπου 1.100 ασθενείς. Από αυτούς, οι 700 ζουν σε εξωτερικές δομές. Αυτός είναι άλλωστε και ο σκοπός του σχεδίου, δηλαδή η αποασυλοποίηση των ψυχικά πασχόντων και η άρση του κοινωνικού στίγματος εις βάρος τους.
Από τους υπόλοιπους ασθενείς που νοσηλεύονται εντός του ΨΝΑ, οι 77 είναι χρονίως πάσχοντες και οι 89 εισήχθησαν με το άρθρο 69 του Ποινικού Κώδικα. Ειδικότερα, το άρθρο ορίζει ότι εάν κάποιος λόγω νοσηρής διατάραξης των πνευματικών λειτουργιών του απαλλάχτηκε από την ποινή ή τη δίωξη για κακούργημα ή πλημμέλημα το δικαστήριο διατάσσει την παραμονή του σε δημόσιο θεραπευτήριο.

Ο νομοθέτης προτάσσει για την απόφαση αυτή τη δημόσια ασφάλεια. Εν τούτοις, στην πράξη δεν υπάρχει στη χώρα μας ούτε μία εξειδικευμένη μονάδα για να νοσηλεύει και παράλληλα να φυλάσσει την ειδική αυτή κατηγορία ασθενών. Ισως έτσι μπορούν να εξηγηθούν –τουλάχιστον εν μέρει –και οι δύο τραγωδίες που χτύπησαν το Δαφνί τούς τελευταίους μήνες.

Εκπτώσεις στη φροντίδα των ασθενών

Το ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό του ψυχιατρείου καταγγέλλει ότι οι δύο βασικές πληγές του νοσοκομείου είναι η υποστελέχωση και η υποχρηματόδοτησή του. Το αποτέλεσμα είναι να γίνονται σε κάποιες περιπτώσεις αναγκαστικά εκπτώσεις στη φροντίδα των ασθενών.

Στα χρόνια της κρίσης –από το 2010 έως και σήμερα –το προσωπικό μειώθηκε κατά 20%, εξαιτίας αφενός των συνταξιοδοτήσεων και αφετέρου του παγώματος στις προσλήψεις. Είναι ενδεικτικό ότι προβλέπονται 1.188 οργανικές θέσεις νοσηλευτών, σήμερα ωστόσο ο αριθμός τους δεν ξεπερνά τους 605. Την ίδια ώρα, στο ψυχιατρείο εξετάζονται ετησίως περίπου 50.000 εξωτερικοί ασθενείς.

Με βάση τα δεδομένα αυτά, η Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ) προειδοποιεί σε ανακοίνωσή της ότι στα ψυχιατρικά νοσοκομεία, τα οποία σημειωτέον δέχονται το 80% των περιστατικών, «δεν προσλήφθηκε ούτε ένας υπάλληλος τα τελευταία επτά χρόνια, με τις κενές οργανικές θέσεις να υπερβαίνουν το 50%». Το αποτέλεσμα είναι να υπηρετεί μία νοσηλεύτρια ανά βάρδια ή στην καλύτερη των περιπτώσεων δύο.

Στην κατάσταση που επικρατεί στα ψυχιατρικά νοσοκομεία αναφέρεται και ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος (ΠΙΣ) που κάνει λόγο και για την ολιγωρία που παρατηρείται στην εφαρμογή της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, κάτι το οποίο αποτελεί και συμβατική υποχρέωση της χώρας μας έναντι της ΕΕ, με τη δημιουργία νέων ψυχιατρικών κλινικών στα γενικά νοσοκομεία του ΕΣΥ.

Παρατυπίες και ΕΔΕ

Είναι γεγονός ότι κατά το παρελθόν το Δαφνί βρέθηκε στο στόχαστρο για σοβαρές παρατυπίες που δεν μπορούν να δικαιολογηθούν επαρκώς από τις ελλείψεις οι οποίες αποτελούν γενικότερα αγκάθι στο σύνολο του ΕΣΥ. Η πρώην διοίκηση του νοσοκομείου είχε διαπιστώσει έπειτα από ελέγχους ότι ένας στους τρεις ιατρικούς φακέλους των ασθενών ήταν κενός, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα της φροντίδας τους. Επιπλέον, σε έφοδο που διενεργήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου του 2013 διαπιστώθηκε ότι 13 από τους 21 γιατρούς που εφημέρευαν δεν βρίσκονταν στη θέση τους.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, κάθε άλλο παρά τυχαίο φαίνεται να είναι ότι το παρουσιολόγιο ήταν το πρώτο στοιχείο που ζήτησαν οι άνδρες του Σώματος Επιθεωρητών Υγείας, μετά την ΕΔΕ που διέταξε ο υπηρεσιακός υπουργός Υγείας Θάνος Δημόπουλος με στόχο τη διερεύνηση των συνθηκών θανάτου των ασθενών.
Τα πρώτα στοιχεία που είδαν το φως της δημοσιότητας είναι αποκαλυπτικά: το απόγευμα της Παρασκευής 4 Σεπτεμβρίου –όταν δηλαδή προκλήθηκε η πυρκαγιά –οκτώ από τους 23 εφημερεύοντες γιατρούς ήταν απόντες από το νοσοκομείο. Σημειώνεται ωστόσο ότι το πόρισμα δεν έχει ολοκληρωθεί και αναμένεται να επιβεβαιωθεί η παραπάνω καταγγελία.
Πάντως είναι γεγονός πως (και) το απόγευμα εκείνο κάποιοι από τους ασθενείς που έχουν χαρακτηριστεί ως βαριά περιστατικά ήταν δεμένοι με ιμάντες στα κρεβάτια τους, καθώς είναι κοινό μυστικό πως γίνεται κατάχρηση της καθήλωσης στα ψυχιατρεία.

Και οι καταγγελίες συνεχίζονται

Θολό παραμένει το τοπίο σε ό,τι αφορά την ποιότητα της φροντίδας που λαμβάνουν οι ασθενείς στις δομές αποασυλοποίησης, δεδομένου ότι υπάρχουν καταγγελίες τόσο για συνέχιση των συνθηκών εγκλεισμού όσο και για κατασπατάληση δημόσιου χρήματος. Επιπλέον, παρά τις όποιες προσπάθειες, εν μέσω κρίσης η χρηματοδότηση του συστήματος αποασυλοποίησης για τη διασφάλιση της βιωσιμότητάς του βρίσκεται στον αέρα.