Συνήθως κατηγορούμε τα μέσα ενημέρωσης γιατί στην εποχή όπου η κοινωνία επικοινωνεί με τον εαυτό της μέσω των ΜΜΕ, τα μέλη του κοινού νιώθουν όλο και μεγαλύτερη εξάρτηση από αυτά. Συχνά μάλιστα τα ΜΜΕ επειδή είναι φορείς κυρίως κακών ειδήσεων (αφού οι καλές δεν πουλάνε!) επικρίνονται ότι επιφέρουν αρνητικές επιδράσεις στην κοινωνία.

Τις τελευταίες ημέρες (και όχι μόνο), η κυβέρνηση (όπως παραδοσιακά κάθε κυβέρνηση που «σέβεται» τον εαυτό της) ασκεί έντονη κριτική στα μέσα ενημέρωσης. Τα ίδια τα γεγονότα συνέβαλαν σε αυτό (διαπραγμάτευση με τους δανειστές, κατάληψη της πρυτανείας του ΕΚΠΑ, αύξηση αριθμού προσφύγων ή μεταναστών και η μεταφορά τους στην Ομόνοια), οδηγώντας τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να κάνει λόγο για «καλλιέργεια κλίματος γενικευμένης τρομοϋστερίας» που εκφράζεται κυρίως μέσα από την τηλεόραση.

Είναι όμως έτσι; Κατ’ αρχάς, η ικανότητα των μέσων ενημέρωσης να προσανατολίζουν ή να αποπροσανατολίζουν την προσοχή της κοινής γνώμης όσον αφορά κάποια προβλήματα, άτομα, λύσεις και ομάδες προκαλεί αναμφίβολα πολιτικές επιπτώσεις. Ωστόσο, ο αντίκτυπος των μέσων ενημέρωσης είναι εξαιρετικά δύσκολο να καταμετρηθεί. Σε γενικές γραμμές, οι προτεραιότητες των ΜΜΕ έχουν μεγαλύτερη επίδραση σε αυτούς που είναι πολιτικά αδιάφοροι, σε αυτούς δηλαδή που δεν έχουν (ή δεν ενδιαφέρονται να έχουν) επαρκή ενημέρωση για να κρίνουν την πολιτική πραγματικότητα. Αν και τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα (π.χ., σημαντικό ρόλο παίζει ο βαθμός των κομματικών ταυτίσεων), ένα μεγάλο μέρος από αυτά που μαθαίνουμε από τα ΜΜΕ είναι κατ’ αρχήν συμπτωματικό. Αυτή η «περιστασιακή προσοχή» στα μηνύματα των ΜΜΕ μπορεί όμως να είναι η πιο ευνοϊκή συνθήκη για τη «χειραγώγηση των αντιλήψεων των μελών του κοινού». Υπάρχει επίσης ένας αριθμός παραγόντων (π.χ., δίκτυο διαπροσωπικών σχέσεων, καθοδηγητές κοινής γνώμης, άμεσος περίγυρος κ.ο.κ.), που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να εκτιμήσει κανείς την επίδραση των ΜΜΕ στην πολιτική συμπεριφορά.

Εδώ όμως έγκειται το λάθος. Ενώ είναι γεγονός ότι το κοινό στηρίζει την ενημέρωσή του στα ΜΜΕ –πλέον και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης –αυτό δεν σημαίνει ότι πιστεύει και οτιδήποτε του προσφέρεται από αυτά. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τότε όλοι θα ήμασταν «δοχεία υποδοχής» των μηνυμάτων των μέσων ενημέρωσης, για να θυμηθούμε και τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Υπό αυτή την έννοια, αυτοί που αμφισβητούν την εξουσία δεν θα είχαν λόγο να το κάνουν, αφού οι επιδράσεις από μηνύματα των μέσων θα ήταν σωρευτικές και καταιγιστικές και οι διαπροσωπικές επαφές και συζητήσεις «οnline» και «offline» θα ήταν άχρηστες και περιττές.

Επιπλέον, η πλειονότητα των μηνυμάτων των ΜΜΕ απλώς περιγράφει υπάρχουσες καταστάσεις και τα ΜΜΕ λειτουργούν έτσι ως καθρέφτης της κοινωνίας τους, όπως οι περισσότεροι θεσμοί της κοινωνίας. Οταν δραματικές κοινωνικές μεταβολές επέρχονται από τη δυναμική παρουσία κοινωνικών ομάδων ή οργανώσεων, τα μηνύματά τους αντικατοπτρίζουν αυτές τις μεταβολές στο κοινό και με αυτό τον τρόπο είναι δυνατό αυτές οι μεταβολές να διαδοθούν ευρέως. Σε πολλές περιπτώσεις, οι κοινωνικές ομάδες ή οργανώσεις υιοθετώντας τη λογική της εικόνας και των συμβολισμών αποφασίζουν να δράσουν με τέτοιον τρόπο ώστε οι θέσεις τους να γνωστοποιηθούν στο κοινό μέσω των ΜΜΕ. Πολύ συχνά λέμε ότι οι κυβερνήσεις, οι πολιτικοί, τα κόμματα και τα μέσα ενημέρωσης αντιμάχονται να επιβάλουν [τις θεματολογίες ή] την ατζέντα τους στο κοινό. Αν και δεν είναι, για παράδειγμα, πάντα σαφές κατά πόσο θα πρέπει να αναζητήσουμε την ύπαρξη άμεσων επιδράσεων από τα ΜΜΕ στις προσωπικές θεματολογίες των μελών του κοινού ή κατά πόσο αυτό γίνεται μέσω της διαπροσωπικής επιρροής, στην εποχή του Διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης όλες αυτές οι δοξασίες αναθεωρούνται. Στις πρόσφατες εκλογές, ο σχολιασμός των τηλεοπτικών διαφημιστικών μηνυμάτων ακύρωνε τις προσπάθειες επιρροής ακόμη και της πιο ελεγχόμενης και στοχευμένης επαγγελματικής προπαγάνδας.

Χρειαζόμαστε σαφώς καλύτερη κατανόηση της λειτουργίας του νέου επικοινωνιακού πεδίου, γιατί κάθε φορά που ανακύπτει ένα σημαντικό ζήτημα πολιτικής, ο νηφάλιος διάλογος χάνει την πυξίδα.