Ανήμερα του Πάσχα, θα έκανε επιθεώρηση στην Επιλαρχία ο υποστράτηγος, και μετά θα γιόρταζε μαζί μας την Λαμπρή –οπότε από πριν, επί μια βδομάδα, καθαρίζαμε όπλα και άρματα (Μ-47 και Μ-48) να είναι λαμπίκο, και οι ίλαρχοι μας μάθαιναν την ιεραρχία: αρχηγός Στρατού ο τάδε, αρχηγός ΓΕΕΘΑ ο Αγαμέμνων Γκράτσιος, αρχηγός Αεροπορίας ο τάδε, και λοιπά.

Εφτά η ώρα το πρωί ήμασταν ήδη παραταγμένοι –ύστερα από μερικά παραγγέλματα εμφανίστηκε ο υποστράτηγος. Ρίξαμε μερικές προσοχές και μετά αυτός πλησίασε και στάθηκε μπροστά σε έναν στρατιώτη απ’ τα Γιάννενα, που αναφέρθηκε με βροντερή φωνή:

–Στρατιώτης Ιωάννης Τριχιάς, πυροβολητής-ασυρματιστής Μέσων Αρμάτων!

Ο υποστράτηγος τον κοίταξε εξονυχιστικά. Μετά τον ρώτησε, άκαμπτος.

–Ποιος είναι ο αρχηγός ΓΕΕΘΑ;

Εκείνος ψάρωσε, δεν θυμότανε όλο το όνομα, Αγαμέμνων Γκράτσιος, κι απάντησε φωνάζοντας:

–Οοοο… Αγαμέμνων!

–Πέντε μέρες φυλακή, του είπε ο υποστράτηγος. Σιγά μην είναι και ο Μενέλαος. Στη Λήμνο είμαστε, όχι στην Τροία.

Ο επίλαρχος έδωσε εντολή ανάπαυσης και είπε πως θα ακολουθήσει επιθεώρηση του οβελία –όσοι είχαμε αναλάβει το ψήσιμο των αρνιών, τρέξαμε και παραταχθήκαμε πίσω απ’ τις σούβλες. Είχαμε σκάψει, απ’ τις πέντε το πρωί, είκοσι λάκκους, είχαμε βάλει κι ανάψει τα κάρβουνα, και ένα τέταρτο πριν από την αναφορά είχαμε στήσει τις είκοσι σούβλες με τ’ αρνιά, στοιχημένες-ζυγισμένες, σαν σάρισες της μακεδονικής φάλαγγας. Ο παραδιπλανός μου, μόνο, είχε βάλει ανάποδα το αρνί, με το κεφάλι προς το μέρος του.

Ερχεται ο υποστράτηγος, συνοδευόμενος από τον επίλαρχο, αυστηρός, βλοσυρός και κοιτάζει τους οβελίες δύσθυμα. Παρατηρεί το ανάποδο αρνί και λέει στον φαντάρο:

–Αυτό γιατί το έβαλες ανάποδα σαν να είναι αρνητής στρατεύσεως; Σαν λιποτάκτης;

–Δεν στεκόταν καλά ο οβελίσκος, λέει ο φαντάρος, και τον έδεσα με σύρμα ανάσκελα.

–Πέντε μέρες κράτηση. Ποιος οβελίσκος, βρε αγράμματε. Οβελία τον λέμε. Και γύρνα γρήγορα το αρνί στη σωστή θέση. Ακου ανάσκελα…

–Διατάξ’τε!

Επιτέλους έφυγε το φόβητρο, ο υποστράτηγος, και αρχίσαμε να χαλαρώνουμε. Είχαμε βγάλει απ’ την τραπεζαρία όλα τα τραπέζια έξω, κάναμε ένα τεράστιο παραλληλόγραμμο, που το είπαμε Επιπλόραμα, και στήσαμε όρθια τα δίχτυα παραλλαγής μερικών αρμάτων σε παλούκια, για να μας κόβει τον ήλιο ενώ θα τρώμε, που ήδη, κατά τις δέκα, άρχισε να βαράει κατάσταυρα.

Το ψήσιμο προχωρούσε κανονικά –είχανε βγει και μπόλικες νταμιτζάνες με ρετσίνα, και τα φαντάρια άρχισαν ήδη να πίνουνε ξεροσφύρι, ενώ μια αγγαρεία με νέους ετοίμαζε τις σαλάτες, λάχανο με λαδόξιδο σε τεράστιους νταβάδες. Οι κουραμάνες είχανε απλωθεί στο τραπέζι και κάποιος τις φυλούσε με πολυβόλο, για να μην τις αρπάξουνε από τώρα. Στα μεγάφωνα τραγουδούσε η Τσίτρα με τον Κουφογιάγκο, δημοτικά, το Παπάκι πάει στην ποταμιά –αχ! καλέ παπί…

Μαζεύτηκαν γύρω μας, ενώ ψήναμε, κι άλλοι φαντάροι και χαλβάδιαζαν τ’ αρνιά. Μου λέει ο ένας:

–Ωραίο ψήσιμο, ωραίο μαύρισμα του ‘κανες. Μήπως του ‘βαλες σπρέι καροτίνης;

Ο Νίκος, ο φιλόλογος απ’ τη Νίκαια, ο επιλεγόμενος Παππούς, βλέποντας το αρνί να περιστρέφεται, λέει:

–Αρνάκι κυκλοδίωκτο…

Ενας άλλος:

–Σειρά, κυκλοθυμικό το έκανες το ζώο απ’ το πολύ γύρισμα.

Ετερος:

–Ρε, σεις, ξέρετε τι είπε ο Αθανάσιος Διάκος στους Τούρκους όταν τον σούβλιζαν;

–Τι;

–Μη με γυρνάτε γρήγορα, ρε ζαγάρια, ζαλίζομαι.

–Είχε κοκόβια ο παπάς.

Πίναμε, αστειευόμασταν και στριφογυρίζαμε τ’ αρνιά –ενώ κάποιοι φαντάροι, που είχαν ήδη μεθύσει, χόρευαν σε παρέες τσάμικο. Μερικοί ερχότανε τρεκλίζοντας και ζητούσαν κοψίδια, αλλά δεν τους δίναμε –απαγορευόταν διά ροπάλου.

Ο Στέργιος ο Τσερβελές, αριστερός και θεούσος ταυτόχρονα, μονολόγησε βλέποντας τους περιστρεφόμενους αμνούς:

–Αρνί, αρνί, λαμά σαβαχθανί…

Εμφανίζεται ο ίλαρχος. Στέκεται από πάνω μας και μας παρατηρεί για λίγο –λέει στον φαντάρο που είχε βάλει το σφαχτό ανάποδα:

–Στρατιώτη, γιατί γυρίζεις το αρνί όλο προς τα αριστερά;

Εκείνος αρχίζει να το γυρίζει προς τα δεξιά και απαντάει:

–Δεν ξέρω. Εχω μια μανία να είμαι διαφορετικός.

Σε όλο το στρατόπεδο επικρατούσε γιορταστική, πανηγυρική ατμόσφαιρα. Βιώναμε κάποιου είδους ξέσπασμα, μιαν απελευθέρωση –το γλεντούσαμε άπαντες. Μετά από τόσον καιρό πειθαρχίας και εγκλεισμού, με τη ρετσίνα και με τέτοιον ήλιο, την κνίσα, την αντροπαρέα και τη μουσική, είχαμε όλοι μεταμορφωθεί τάχιστα σε άλλους ανθρώπους –μια στιγμή ένιωσα, ότι παρά το ζόρι του στρατού, τη δοκιμασία, και παρά το πόσο υπέφερα, δεν θα περνούσα ποτέ τέτοιο Πάσχα στην πολιτική μου ζωή, όσο και να την ονειρευόμουνα και να την επιθυμούσα. Γιατί η απόλαυση έχει σχέση με τον βαθμό στέρησης. Προηγουμένως ήμασταν επί τρεις μήνες στα σκηνάκια, στρατοπευδεμένοι στην πλαγιά του βουνού, όπου άρπαξα και μια βρογχίτιδα, που όμως τώρα πήγαινε καλύτερα. Δεν θα ξαναζούσα τέτοιο Πάσχα –και, πράγματι, πέρασα πολλές πληκτικές Γιορτές με συγγενείς, αφότου απολύθηκα και μετά.

Στις δώδεκα και μισή τα αρνιά ήταν έτοιμα, λαχταριστά. Ευώδιαζε ο τόπος. Ολοι ήμασταν μεθυσμένοι, το ίδιο και οι αξιωματικοί και οι υπαξιωματικοί, αν και αυτοί πιο συγκρατημένα –χόρευαν κάτι ποντιακά, με βήμα καλαματιανού.

Δόθηκε διαταγή να κόψουμε τ’ αρνιά και να τα βάλουμε στα τραπέζια. Οι φαντάροι κάθησαν στις καρέκλες –καμιά διακοσαριά άτομα και πέσαμε όλοι με τα μούτρα στο ψητό και στο πιοτό. Κάποιος ζήτησε κοκορέτσι.

–Σιγά μη σου κατεβάσουμε και τη μαϊμού απ’ το δέντρο, απάντησε ένας ίλαρχος.

Στις δύο εμφανίστηκε ο υποστράτηγος. Επεσε σιωπή. Στάθηκε στην άκρη των τραπεζιών, σήκωσε το ποτήρι και είπε χαμογελώντας:

–Καλό Πάσχα σε όλους. Και στην υγεία του αρχηγού μας, του Αγαμέμνονα.