Ο γερμανός ιστορικός Κρίστοφ Σμινκ-Γκουστάβους πήγε για πρώτη φορά στους Λιγκιάδες το 1990. Είχαν περάσει 47 χρόνια από την καταστροφή του μικρού αυτού χωριού κοντά στα Ιωάννινα, αλλά τα ίχνη από το πέρασμα της Βέρμαχτ την περίοδο της Κατοχής ήταν ακόμη έντονα. Μία πλάκα μαρτυρούσε τα ονόματα των θυμάτων. Στις 3 Οκτωβρίου του 1943 στρατιώτες της Μεραρχίας Ορεινών Καταδρομών Εντελβάις μπήκαν στο χωριό, συγκέντρωσαν στα κελάρια των σπιτιών 92 άμαχους, γυναίκες, γέρους, παιδιά και στο τέλος πυρπόλησαν το χωριό. Από το μακελειό στους Λιγκιάδες επέζησαν μόνον πέντε άνθρωποι. Τα θύματα δεν θα ήταν μόνο τόσα, αν οι περισσότεροι δεν είχαν φύγει για τα χωράφια και τις δουλειές καθώς ήταν Κυριακή αλλά ο παπάς λειτουργούσε σε άλλο χωριό. Η καταστροφή των Λιγκιάδων, όπως και σε τόσες άλλες άλλες περιπτώσεις, ήταν αντίποινα των Γερμανών έπειτα από επίθεση ανταρτών.

Ο Σμινκ-Γκουστάβους συνάντησε τον παπά του χωριού παπα-Χολέβα που τον βοήθησε να βρει επιζώντες από το μακελειό. «Ενας από αυτούς ήταν μωρό που το βρήκαν αργότερα αντάρτες στο στήθος της νεκρής μάνας του. Ο Μπαμπούσικας μού έδειξε την πληγή που έχει στην πλάτη, μια τεράστια ουλή 30 εκατοστών γιατί προσπάθησαν να σκοτώσουν και το μωρό» λέει ο Σμινκ-Γκουστάβους.

Η ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΤΩΝ ΕΚΔΟΤΩΝ. Ο καθηγητής Ιστορίας Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Βρέμης κατέγραψε το έγκλημα της Βέρμαχτ στους Λιγκιάδες στο βιβλίο του με τίτλο «Ενα χωριό στις φλόγες – Η καταστροφή των Λιγκιάδων» που κυκλοφόρησε το 2011 από τις εκδόσεις Ισνάφι/Γιάννινα και συμπλήρωσε, μετά τους Ασπράγγελους και τους Εβραίους των Ιωαννίνων, την τριλογία «Μνήμες Κατοχής». Για πρώτη φορά το βιβλίο για τους Λιγκιάδες θα κυκλοφορήσει και στα γερμανικά τον Σεπτέμβριο με τον γερμανικό τίτλο «Φόιερ-ράουχ» από τις εκδόσεις Dietz. Στον επίλογο της γερμανικής έκδοσης γράφει ότι η παρέλευση τόσων ετών από το πρώτο οδοιπορικό στην Ηπειρο μέχρι την έκδοση του βιβλίου στα γερμανικά οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι για χρόνια δεν μπορούσε να βρει έναν γερμανικό εκδοτικό οίκο που να δείξει ενδιαφέρον για την έρευνά του. «Κατοχή της Ελλάδας από τη Βέρμαχτ; Αυτό είναι τόσο μακριά πια. Δεν υπάρχει αγοραστικό κοινό» ήταν το επιχείρημα που άκουγε από τους εκδοτικούς οίκους και τον ανάγκασε να καταχωνιάσει για χρόνια το σύγγραμμα στο τελευταίο συρτάρι του γραφείου του. Το γεγονός ότι το ανέσυρε στην επιφάνεια το οφείλει στον Πάνο Βαδαλούκα των εκδόσεων Ισνάφι που τον πίεσε να δημοσιεύσει την έρευνά του τουλάχιστον στην Ελλάδα. Η κυκλοφορία και στα ελληνικά του δεύτερου και τρίτου τόμου της τριλογίας «Μνήμες Κατοχής» μέσα στην κρίση που περνάει τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα είναι για τον Σμινκ Γκουστάβους «σχεδόν ένα θαύμα». Αλλο τόσο θαύμα είναι τώρα και η έκδοσή του στα γερμανικά.

ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ. Ο Κρίστοφ Σμινκ-Γκουστάβους έψαξε και στα αρχεία της Εισαγγελίας του Μονάχου. Εκεί βρήκε τα ημερολόγια του τάγματος που ήταν υπεύθυνο για τη σφαγή. Από την έρευνα αυτή προκύπτει ότι «οι Γερμανοί λένε ψέματα, γιατί αναφέρουν 50 θύματα ενώ ήταν 92. Ισχυρίζονται επίσης ότι τα θύματα είχαν κρυφτεί στα υπόγεια των σπιτιών. Αυτοί τους συγκέντρωσαν στην πλατεία και μετά τους οδήγησαν στα υπόγεια των σπιτιών. Εκανα τη διασταύρωση και είδα την ιστορική αλήθεια» σημειώνει ο Σμινκ-Γκουστάβους.

Για τη σφαγή στους Λιγκιάδες δεν τιμωρήθηκε ποτέ κανένας. Η Εισαγγελία του Μονάχου που είχε κάνει την έρευνα τη δεκαετία του 1960 δεν ενδιαφέρθηκε για τις καταθέσεις των θυμάτων, έλαβε υπόψη της μόνον τις καταθέσεις των δραστών.

ΦΑΚΕΛΟΣ ΜΠΛΟΥΜΕ. Ενα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα συγκάλυψης των δραστών αποτελεί η περίπτωση του Βάλτερ Μπλούμε, διοικητή των δυνάμεων ασφαλείας στην περιβόητη οδό Μέρλιν στην Αθήνα, «η προσωποποίηση του τρόμου των Ες Ες και της Γκεστάπο στην Ελλάδα». Ο υπεύθυνος για το Χαϊδάρι, τη Στοά των Ελλήνων Εβραίων και τόσα άλλα εγκλήματα δεν θεωρήθηκε από το δικαστήριο δράστης αλλά βοηθός, αφού οι δράστες βρίσκονταν υποτίθεται στο Βερολίνο. «Πρόκειται για μια σκανδαλώδη νομική θεωρία» λέει ο Σμινκ-Γκουστάβους.

Στη δίκη της Νυρεμβέργης ο Μπλούμε καταδικάστηκε σε θάνατο όχι για την Ελλάδα αλλά για εγκλήματα που είχε διαπράξει στο Ανατολικό Μέτωπο. Η θανατική καταδίκη μετατράπηκε σε ισόβια αλλά αποφυλακίστηκε το 1952.

Ο φάκελος Μπλούμε απασχόλησε αργότερα την Εισαγγελία της Βρέμης αλλά, όπως αποκάλυψε ο Σμινκ-Γκουστάβους, τελικά μπήκε στο αρχείο από έναν εισαγγελέα ο οποίος είχε αρχίσει την καριέρα του στο ειδικό δικαστήριο Ζέσιοφ της κατεχόμενης Πολωνίας που ήταν το δεύτερο σε καταδίκες θανάτου.